Κείμενο: Αλέξανδρος Γιώτης
Φωτογραφία: Γιώργος Δρακόπουλος
Με το εξαίρετο άρωμά της χαρίζει ξεχωριστή γεύση σε σαλάτες, πίτες, φασολάδες ή κρεατικά.
Με τη χαρακτηριστική μυρωδιά της η καυκαλήθρα ευωδιάζει τις πίτες αλλά και τα φρικασέ. Το tordylium apulum, όπως λέγεται επιστημονικά, φυτρώνει σε καλλιεργημένες αλλά και ακαλλιέργητες περιοχές κοντά στις παραλίες αλλά και στους κάμπους, φτάνει να ποτιστεί αρκετά. Oσον αφορά την εποχικότητά της, η άγρια συγκομίζεται από το χειμώνα μέχρι την άνοιξη και σταματά μόλις αρχίσουν οι τρυφεροί βλαστοί της να ανθίζουν. Την ίδια εποχή έχουμε και την καλλιεργημένη καυκαλήθρα.
Μαζί με το μυρώνι, τα ξινολάπαθα, τα άγρια σέσκουλα, τις πρασουλίδες, τις βρούβες θα τη βρούμε στα χαρακτηριστικά μείγματα για πίτα, που βρίσκουμε πια ακόμη και στις λαϊκές.
Η πίτα βέβαια δεν είναι η μόνη «διέξοδος», αφού η δυνατή της γεύση μάς επιτρέπει να την απολαύσουμε και τσιγαριαστή, δηλαδή με ελάχιστο λάδι στο τηγάνι, χωρίς να διστάσουμε να βάλουμε τις πιο τρυφερές άκρες της ψιλοκομμένες, ακόμα και ωμές, σε σαλάτες. Τόσο τα κρέατα όσο και τα ψάρια δεν έχουν παρά να κερδίσουν εάν μαγειρευτούν με καυκαλήθρα, η οποία λειτουργεί σχεδόν σαν μπαχαρικό. (Συνταγές με καυκλαλήθρα)
Ανήκει στα χόρτα τα οποία είναι σχεδόν άγνωστα στην υπόλοιπη δυτική Ευρώπη, ακόμη και σε γαστρονομίες όπως η γαλλική, παρόλο που οι Γάλλοι είναι γνωστοί για τη χρήση ακόμη και πιο περίεργων πρώτων υλών. Εάν τα χόρτα, όπως η καυκαλήθρα ή το μυρώνι, ήταν γερμανικό, ισπανικό, ιταλικό προϊόν, στοιχηματίζω ότι θα τα βρίσκαμε σε όλα τα ντελικατέσεν της Αθήνας, περίπου όπως βρίσκουμε το σταμναγκάθι που στοιχίζει «ο κούκος αηδόνι».