Κείμενο: Γιάννης Αδειλίνης
Φωτογραφία: Νέαρχος Παναγιώτου
Ανοίγοντας τη δίφυλλη μπαλκονόπορτα, ξεπρόβαλε το μαρμάρινο μπαλκόνι και στο βάθος δύο πλατάνια έστεκαν αγέρωχα με τα χρυσοπράσινα φύλλα τους. Η εικόνα φάνταζε ιδανική για τη φωτογράφιση των κρασιών του οινοποιείου Έζουσα. Πρωτοδοκίμασα το ροζέ Έρως από Μαραθεύτικο σ’ ένα παραλιακό εστιατόριο στο Λατσί στο δεύτερο μισό της περασμένης δεκαετίας. Ο σερβιτόρος επέμενε ότι ήταν πολύ καλό και ταίριαζε με το φαγητό. Το βρήκα μπροστά μου λίγα χρόνια μετά με άλλη ετικέτα, ενώ αργότερα έπεσε στην αντίληψή μου ότι μαζί με το Ξυνιστέρι ήταν τα κρασιά που συνόδευσαν τα δείπνα στις Βρυξέλλες κατά τη διάρκεια της Κυπριακής Προεδρίας της Ε.Ε.
«Την απόφαση να κάνω οινοποιείο την πήρα το 2001 προς 2002. Κάτι με τραβούσε στο αμπέλι ξανά. Στην αρχή έκανα ζιβανία με φίλους για πλάκα, μετά ερεύνησα το ενδεχόμενο να φτιάξω ένα μικρό οινοποιείο και με τράβηξε η ιδέα. Ασχολήθηκα περισσότερο με το κρασί, είδα οινοποιεία και ξεκίνησα αυθόρμητα και ξαφνικά» μας εξιστορεί ο κ. Κωνσταντινίδης. Δίπλα είναι και οι συνεργάτες του, νέοι άνθρωποι και οι δύο. Ο βοηθός Γιώργος Παπαγεωργίου και ο οινολόγος Πλουτής Σώζου, με τον οποίο εποπτεύουν τη διαδικασία οινοποίησης στις οκτώ ετικέτες των κρασιών του.
Το όνομα του οινοποιείου πάρθηκε από το ποτάμι που περνά από μπροστά και βρίσκεται στην αρχή του χωριού.
«Oταν ξεκίνησα, τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Η Κύπρος βρίσκονταν στο τέλος του προσανατολισμού του κρασιού προς την ποσότητα. Υπήρχαν οινοποιεία που παρήγαν μισό και ένα εκατομμύριο φιάλες, οινοβιομηχανίες με πολλά εκατομμύρια φιάλες και χύμα κρασιά... Ηθελα να ξεφύγω από αυτό. Ηθελα ένα οινοποιείο σε ένα μικρό χωριό κι όπως φάνηκε δεν ήμουν ο μόνος. Κι άλλοι συνάδελφοι έφτιαξαν μικρά οινοποιεία, ακόμα και οι μεγάλες οινοβιομηχανίες έκαναν μικρά οινοποιεία, βγήκαν έξω στα χωριά… Δεν ήμουν μεγάλος αμπελουργός, ούτε βρήκα κάτι στρωμένο. Αυτό που βρήκα ήθελα να το βελτιώσω, να κάνω κάτι ξεχωριστό που να προβάλει τη μοναδικότητα του χαρακτήρα του μικροκλίματος της Κανναβιούς».
Ελλειψη στρατηγικής για πολλά χρόνια
Αν εξαιρέσουμε την τελευταία δεκαπενταετία, η μεγαλόνησος για πολλές δεκαετίες χαρακτηριζόταν από έλλειψη κεντρικής στρατηγικής. Οι παραγωγοί ήταν προσανατολισμένοι στην ποσότητα και ο αμπελουργός αμειβόταν με το κιλό σε σταθερές τιμές. Μέχρι το 2004 οι οινοβιομηχανίες και τα οινοποιεία λάμβαναν επιδότηση από το κράτος ως προς την τιμή του σταφυλιού και κανείς δεν νοιαζόταν για την ποιότητα. Η ποιότητα του αμπελιού δεν είχε καμία σημασία, αφού η τιμή για το προϊόν ήταν μία.
Ο παππούς και ο πατέρας του Μιχάλη Κωνσταντινίδη είχαν μερικά αμπέλια, και όπως όλοι, σχεδόν, οι κάτοικοι της περιοχής έφτιαχναν κρασί για την οικογένεια και λίγο παραπάνω για ένα συμπληρωματικό εισόδημα. Ο ίδιος σπούδασε Xημικός-Mηχανικός στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο Αθηνών, έκανε μεταπτυχιακό στα Τρόφιμα και Ποτά και διπλωματική στο Περιβάλλον. Οταν επέστρεψε στην Κύπρο ασχολήθηκε αρχικά με τα πλαστικά και μετά στο οινοποιείο κάνοντας μία ολική επαναφορά στο χωριό. Τον Σεπτέμβριο του 2003 έκανε την πρώτη οινοποίηση, το 2004 όμως προσλήφθηκε στο Τμήμα Περιβάλλοντος και έπρεπε να πάρει τη μεγάλη απόφαση. Η δουλειά που του προσφέρθηκε ήταν μέσα στο σίγουρο περιβάλλον του Δημοσίου, αλλά έπεφτε μακριά… στη Λευκωσία. Το «σκουλούτσι» του για το αμπέλι, σε συνδυασμό με τα πιστεύω του πως «ό,τι κάνεις πρέπει να το κάνεις ψυχή και σώμα», τον οδήγησε να εγκαταλείψει την κυβερνητική δουλειά το 2007 και να μείνει στο οινοποιείο. «Δεν το μετανιώνω. Θα ήθελα να ήμουν και καλός δημόσιος υπάλληλος και καλός οινοποιός, όμως δεν θα μπορούσα να ήμουν καλός και στα δύο».
Τα περισσότερα αμπέλια που κληρονόμησε ο Μιχάλης Κωνσταντινίδης τα αναμπέλωσε. Εδιωξε τις παλιές ποικιλίες, κυρίως το ντόπιο Μαύρο και φύτεψε Ξυνιστέρι και Μαραθεύτικο. Εβαλε και λίγο Cabernet Sauvignon, Syrah που προσαρμόζεται εξαιρετικά στην Κύπρο, Viognier, τη λευκή αδελφή ποικιλία του Syrah και λίγο Mourvèdre, γνωστό και ως Mataro. Σήμερα το οινοποιείο χρησιμοποιεί 150 δεκάρια με αμπέλια, 80 ιδιόκτητα και άλλα τόσα από συνεργασίες μέσα από συμφωνίες ή διαχείριση. Οι αμπελώνες βρίσκονται στα 400 ως τα 700 μέτρα υψόμετρο, με ετήσια παραγωγή γύρω στις 90.000 φιάλες και εξαγωγές κάτω από 4%, ενώ τη διανομή τα τελευταία χρόνια έχει αναλάβει η εταιρεία Όθων Γαλανός με το καλά σχεδιασμένο και εκτεταμένο δίκτυό της. «Ετσι έχουμε τον χρόνο να κάνουμε εκείνο που θέλουμε» τονίζει με σιγουριά ο ίδιος. «Κατά το δυνατόν το πιο καλό κρασί, κατά το δυνατόν τον μεγαλύτερο έλεγχο σε όλα τα στάδια της παραγωγής, πάντα αυθεντικό, με προσανατολισμό στις ποικιλίες μας».
Εργατικός και ονειροπόλος
Αναρωτιέμαι εάν το κρασί χρειάζεται ανθρώπους εργατικούς, διορατικούς και ονειροπόλους. «Απόλυτα. Εργατικός γιατί με το αμπέλι δεν σταματάς, δεν μπορείς να αφήσεις μία δουλειά στη μέση. Διορατικός γιατί ό,τι κάνεις σήμερα το βλέπεις μετά από δεκαπέντε, είκοσι, τριάντα χρόνια. Θεωρώ ότι οινοποιεία πρώτης γενιάς δεν μπορούν να φτάσουν τα μεγάλα château του εξωτερικού. Το αμπέλι θέλει τον χρόνο του. Είναι τόσες οι μεταβλητές και οι παράμετροι, που δρας σαν να σκέφτεσαι για τα επόμενα δέκα χρόνια. Το κρασί θέλει υπομονή πολλή. Χρειάζεται εμπειρία και χρόνια, γιατί πρώτες ύλες έχεις μόνο μία φορά τον χρόνο. Ζεις για ένα όνειρο, προσπαθείς να το πιάσεις. Δεν είναι η δουλειά που κάνεις εύκολα πολλά λεφτά. Ενας γνωστός μού είπε ένα ανέκδοτο για το πώς γίνεσαι εκατομμυριούχος από το κρασί: όταν ξεκινάς πρέπει να είσαι πολυεκατομμυριούχος!».
Η Κύπρος δεν μπορεί να γίνει εξαγωγική δύναμη
Η δύναμη των κυπριακών ποικιλιών σταφυλιού είναι η μοναδικότητά τους. Και όσοι αγαπούν το κρασί ανά τον κόσμο, αυτό ψάχνουν από μία χώρα: τις γηγενείς ποικιλίες της που δεν μπορούν να βρουν αλλού. Εχουν το Ξυνιστέρι και το Μαραθεύτικο το ίδιο ειδικό βάρος και τις δυνατότητες με τις ξένες ποικιλίες; «Βεβαίως και έχουν, αλλά δεν πρέπει να συγκρίνουμε τις ποικιλίες με αυτόν τον τρόπο» τονίζει ο Παφίτης οινοπαραγωγός. «Κάθε μία έχει τα καλά και τα κακά, έχει όμως και τη μοναδικότητά της. Εμείς ως μικρό οινοποιείο εκεί πρέπει να ποντάρουμε. Το Ξυνιστέρι δεν είναι Sauvignon Blanc και το Μαραθεύτικο δεν είναι Merlot, Cabernet Sauvignon και Syrah. Εχουμε δύο ποικιλίες που είναι πολυδύναμες. Αν μιλήσω για το Μαραθεύτικο, μπορείς να κάνεις δέκα τύπους κρασιών. Η ποσότητά του, όμως, είναι λιγότερο από το 2% του κυπριακού αμπελώνα, γιατί παρουσιάζει προβλήματα στο στάδιο της ανθοφορίας, με αποτέλεσμα να δίνει λίγο καρπό στον αμπελουργό και εκείνος το σκέφτεται δύο φορές. Η Κύπρος δεν είναι εξαγωγική δύναμη και ουδέποτε θα γίνει, είναι πολύ μικρές οι ποσότητές μας. Πολύ μικρό ποσοστό των κρασιών μας βρίσκεται στις αγορές του εξωτερικού, είναι και θέμα κόστους. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να είμαστε εκεί που πρέπει, εκεί που καταλαβαίνουν από καλό, σπάνιο κρασί». Ο,τι χτίζει το οινοποιείο Έζουσα, το χτίζει σιγά-σιγά. Στέλνει κρασιά στο εστιατόριο Mavrommatis στο Παρίσι και κάποιες μικρές ποσότητες στην Ελβετία και στο Βέλγιο, έχοντας κατά νου να μην αφήσει και την εγχώρια αγορά εκτεθειμένη. «Είναι διαφορετική η θεωρεία από την πράξη, πρέπει να παίζεις συνέχεια. Αν δεν προσέξεις το αμπέλι, μετά δεν θα σε προσέξει το κρασί» επεμβαίνει ο οινολόγος Πλουτής Σώζου. «Αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε είναι να αφήσουμε το αμπέλι να μιλήσει και εμείς εποπτεύουμε όσο το δυνατόν τη μετάβαση του σακχάρου σε αλκοόλ, με τις ελάχιστες προσθήκες και οινολογικές πρακτικές. Δεν εξαρτάται μόνο από τον άνθρωπο, είναι και θέμα φύσης» προσθέτει ο κ. Κωνσταντινίδης.
Ενα από τα πιο υποσχόμενα οινοποιεία
Ο ίδιος μεγάλωσε μέσα στα αμπέλια και ξεκίνησε το οινοποιείο με μεράκι βήμα-βήμα. Εξέλιξε την τεχνολογία της μονάδας, εμπλουτίστηκε με περισσότερη τεχνογνωσία και ανέβασε την ποιότητα των κρασιών του. Μετά από 13 χρόνια παρουσίας, η Έζουσα είναι ένα από τα πιο υποσχόμενα οινοποιεία, διαθέτοντας μία ολοκληρωμένη γκάμα λευκών, ροζέ και ερυθρών κρασιών. Τι του πρόσφερε το αμπέλι όλα αυτά τα χρόνια; «Πρώτα η επαφή με τη φύση. Μετά είναι θέμα παράδοσης και βιωμάτων, το αμπέλι αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι του παρελθόντος μας που θες να το κρατάς ζωντανό. Βλέπεις, επίσης, τα πράγματα πιο ολιστικά. Μέσα από το κρασί κάνεις φίλους, το αμπέλι σε βελτιώνει και ως άνθρωπο».
Το οινοποιείο Έζουσα μέσα στη σύντομη, σχετικά, παρουσία του έχει κερδίσει αρκετές διακρίσεις. Ο Μιχάλης Κωνσταντινίδης δεν θα ξεχάσει ποτέ το πρώτο αργυρό μετάλλιο που κέρδισε για το Ξυνιστέρι στον Κυπριακό Διαγωνισμό Οίνου το 2006. «Ξεχωρίζω, όμως, τον διαγωνισμό Challenge Du vin στη Γαλλία το 2010. Μέσα από 14.500 κρασιά, το ροζέ από Μαραθεύτικο πήρε αργυρό μετάλλιο. Από τα εννιά μετάλλια για ροζέ, τα οκτώ ήταν γαλλικά από την Προβηγκία και ένα από την Κύπρο. Ηταν ένα πείραμα, αφού δεν υπήρχε προϊστορία με το Μαραθεύτικο, εμείς πρώτα το κάναμε σε ροζέ. Η μεγαλύτερη νίκη για ένα οινοποιείο είναι να διαφοροποιείται και να είναι αποδεκτό από τον κόσμο».
-ΠΟΥ ΤΟ ΒΡΙΣΚΟΥΜΕ
Τα κρασιά του οινοποιείου Έζουσα τα βρίσκουμε σε όλες τις κάβες, σε μεγάλες υπεραγορές, εστιατόρια και wine bars.
Τηλ. παραγωγού: 70008844, Κανναβιού, επ. Πάφου
ezousa@cytanet.com.cy