Κείμενο: Εύη Βουτσινά
Φωτογραφία: Γιώργος Δρακόπουλος
Οι ιδιομορφίες του ελληνικού διατροφικού πολιτισμού προίκισαν το γαστρονομικό μας σύμπαν με μιάν ατελείωτη σειρά φαγητών που ονομάζουμε «λαδερά». Είναι φαγητά μαγειρεμένα με λάδι, χωρίς ζωικά προϊόντα. Δημιουργήθηκαν για να καλύψουν τις ανάγκες της νηστείας, είναι όμως και μάρτυρες της ανεπάρκειας: τα ζωικά προϊόντα ήταν ανέκαθεν περιορισμένα σε αυτόν τον τόπο. Αυτά τα φαγητά αποτελούν παγκόσμια αποκλειστικότητα.
Μέχρι περίπου το 1970, που οι Ελληνες τρέφονταν από την οικογενειακή κατσαρόλα και όχι με τηλεφωνικές παραγγελίες, τηρούνταν λίγο-πολύ τα διατροφικά θέσμια, Τετάρτη και Παρασκευή δεν έβαζαν κοψίδι στο τραπέζι, ήταν οι μέρες των λαδερών.
Τα λαδερά δεν είναι γαρνιτούρα!
Το γεύμα με ένα πιάτο λαδερά φασολάκια, ένα κομμάτι φέτα και μια φέτα ψωμί, που ήταν άλλοτε γενικευμένη συνήθεια, τώρα δεν γίνεται κατανοητό, γιατί τα λαδερά τα βλέπουμε μόνο ως γαρνιτούρα στην ψητή μπριζόλα. Ανατρέψαμε τον πανάρχαιο διατροφικό μας κώδικα, εγκαθιστώντας καθημερινά το κρέας στο τραπέζι μας με ολέθριες συνέπειες για την υγεία.
Σήμερα κάνουμε όλο και περισσότερες συζητήσεις γύρω από το λάδι· κάποιοι το μετρούν με το κουταλάκι του γλυκού, άλλοι με το σταγονόμετρο και γενικά αναζητούμε τον μέσο όρο μιας κομψότητας με προκάτ χαρακτηριστικά. Εμφανίζεται ως παρωχημένη και κάπως... χωριάτικη συνήθεια να τρως λαδερά, ενώ το να βουτήξεις την μπουκίτσα σου στο λάδι - σάλτσα της μελιτζάνας σε κατατάσσει αυτοστιγμεί στους κάφρους, τους απροσάρμοστους, στους εχθρούς του λάιφ στάιλ. Υστερα είναι και το μαχαιροπίρουνο. Ακόμα κι αν είναι ασημένιο το μαχαίρι τι να το κάνεις, να σφάξεις μια μελιτζανούλα; Γιατί, όπως και να το κάνουμε, είναι ανεπιτήδευτα φαγάκια τα λαδερά. Κι αν τα μαγειρεύαμε άλλοτε με μπόλικο λάδι, ήταν γιατί αποτελούσαν το κύριο γεύμα μαζί με λίγες ελιές ή εκτός νηστείας, με λίγο τυρί ή τηγανητά λιανόψαρα. Τώρα πια, που δεν δουλεύουμε σωματικά και δεν καίμε τόσες θερμίδες, βάζουμε λιγότερο. Η νοστιμιά είναι εξασφαλισμένη από τη φρεσκάδα των υλικών, τα μοσχομυριστά βότανα κ.ά.
Ο «Μεγάλος Αδελφός» παγκοσμιοποίησε τη διατροφή εδώ και χρόνια, παραμερίζοντας όλα τα κατά τόπους χαρακτηριστικά της. Κι εμείς οι ελεύθεροι πολίτες του κόσμου έχουμε τη δυνατότητα να αντισταθούμε. Είναι καιρός να γυρίσουμε στο σπίτι.