Κείμενο: Εύωχος
Τα μεγάλα, τα ονομαστά, και συνάμα ενίοτε ιστορικά, καφενεία είναι καθιδρύματα των άστεων, των μητροπόλεων ή των εθνικών και περιφερειακών πρωτευουσών και, βεβαίως, των λεωφόρων τους ή των μεγάλων πλατειών τους. Ανθησαν και ανθούν ακόμα και κάποια από αυτά, τουλάχιστον στην Ευρώπη, συνδέθηκαν, ως χώροι ζυμώσεων, με την περίοδο των αυτοκρατορικών ιμπεριαλισμών, αλλά και των αγώνων ανεξαρτησίας των εθνών, ενώ ορισμένα συναποτελούν στοιχεία της ιστορίας της εθνικής και της διεθνούς πνευματικής ζωής. Στις γωνιές τους ή στις ξεχωριστές σάλες τους, ακόμη και στις σκοτεινές δεκαετίες του 20ού ευρωπαϊκού αιώνα, καλλιεργήθηκαν τάσεις, στάσεις, εναντιώσεις, σοβαρές ή αστείες, κατά κανόνα περιορισμένες σε λόγο προφορικό, κατά πολιτικών, εκκλησιαστικών, οικονομικών, δυναστών ή κατέναντι κατοχικών δυνάμεων.
Στις μεγάλες ανοιχτές αίθουσές τους λειτούργησε, κατά το παρελθόν, η σύγχρονη αγορά, το «φόρο», της αστικής τάξεως και των υπολειμμάτων της αριστοκρατίας του αίματος, αλλά και εκείνων των ανερχόμενων μικροαστικών στοιχείων που διέθεταν χρόνο και ολίγον χρήμα για να γευθούν έναν καλό καφέ και όσα λαχταριστά γλυκίσματα μπορούν να τον συνοδεύσουν. Τα μεγάλα καφενεία, μαζί με την όπερα και τα μεγάλα θέατρα, υπήρξαν οι κατεξοχήν χώροι κοινωνικής επίδειξης, όπου καθείς επεδίωκε να δει, αλλά κυρίως να τον δουν.
Αν η μυρωδιά του καλού καφέ -και παλαιότερα και του καπνού- προσδιορίζει με τρόπο κυριαρχικό την ατμοσφαίρα του καφενείου, το βλέμμα, ευθύ ή κλεφτό, διερευνητικό ή τάχα μου αδιάφορο, διακριτικό ή αδιάκριτο, της δίνει το χαρακτήρα κοινωνικού χώρου έντονης επικοινωνιακής φόρτισης.
Σήμερα, που οι τουρίστες γεμίζουν τους δρόμους του ιστορικού κέντρου των μητροπόλεων, τα μεγάλα καφενεία λειτουργούν και ως αξιοθέατα, ως εκθέματα μιας ιδεατής αρχαιολογίας του συγχρόνου βίου, χωρίς όμως να χάνουν την ψυχή τους. Αντίθετα, χάρις στην οικονομική συμβολή της νέας πελατείας τους, μπορούν και την κρατάνε ακόμα, έστω και φαινομενικά ορθή.