Επιμέλεια: Γαστρονόμος
Φωτογραφία: Άκης Ορφανίδης
Το σχήμα του, το χρώμα του και ο μικρός θησαυρός από τους λαμπερούς κατακόκκινους σπόρους του έχουν εξάψει με ποικίλους τρόπους τη λαϊκή φαντασία. Η γεύση του, όμως, είναι αυτή που καθιστά το ρόδι μια πραγματική αποκάλυψη που μπορεί να εμπλουτίσει μοναδικά τα σπιτικά μας μαγειρέματα.
Η ροδιά είναι όμορφο δέντρο, στολίζει κήπους και αυλές την άνοιξη με τα μεγάλα φλογάτα λουλούδια της σε έντονο πορτοκαλί χρώμα, που αναδεικνύονται πάνω στο σκουροπράσινο φύλλωμά της. Αλλά και όταν δέσουν τα φρούτα που κρέμονται βαριά πάνω στο δέντρο, πάλι είναι μια ομορφιά. Κάποτε επισκέφθηκα ένα τεράστιο κτήμα με πολλές εκατοντάδες ροδιές κατάφορτες από ρόδια και σάστισα στο απροσδόκητο θέαμα αυτής της ομορφιάς.
Όμορφο και παράξενο φρούτο το ρόδι, με πλήθος εκφραστικούς και αντιφατικούς συγχρόνως συμβολισμούς. Ως σύμβολο της ευημερίας και της αφθονίας, το σπάζουμε την Πρωτοχρονιά να ξεχυθούν τα σπόρια του στο σπίτι για να είναι άφθονα τα αγαθά όλη τη χρονιά. Ενα ρόδι σπάει και η νύφη όταν μπει στο καινούργιο της σπιτικό για να έχει πάντα όλα τα καλά. Ρόδι βάζουν μέσα στο σακούλι με το σπόρο οι αγρότες όταν πάνε να σπείρουν και μετά τη σπορά το καθαρίζουν και το τρώνε, αφού σκορπίσουν λίγο στα σπαρμένα.
Ο καρπός στη λαϊκή γαστρονομία
Το δέντρο κατάγεται από την Περσία στη Μεσόγειο, ωστόσο είναι από τα αρχαία χρόνια κάτι που μαρτυρεί και η επιστημονική του ονομασία: punicum granatum, δηλαδή καρχηδονικό ρόδι.
Στην αρχαιότητα, όπως μαρτυρείται σε πολλά κείμενα (Αθήναιος κ.λπ.), γίνεται σαφής διάκριση ανάμεσα στις ξινές και γλυκές ροδιές, κάτι που συνέβαινε και στην ελληνική ύπαιθρο μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες. Η Ανθούλα Κωνσταντίνη που μεγάλωσε σε χωριό της περιφέρειας Λιβαδειά των Αγίων Σαράντα, μου λέει ότι τα ρόδια ήταν τριών λογιών: τα ξινά, τα μογόσικα*, τα γλυκά. Το ίδιο συνέβαινε και στα χωριά της Θεσπρωτίας, απ’ όπου κατάγεται η οικογένεια της κ. Κωνσταντίνη.
Τα γλυκά ρόδια, όπως και σε όλη την αγροτική Ελλάδα, τα κρεμούσαν και τα κρατούσαν για να τα τρώνε κάθε τόσο ή να βάζουν στα κόλλυβα, στη βαρβάρα και στον ασουρέ, ανάλογα με την περιοχή και τις τοπικές συνήθειες.
Τα ξινά τα ξεσπύριζαν και τα έβαζαν σε βάζο ή μπουκάλι, σε ζεστό μέρος για να βγει ο χυμός και μετά τον στράγγιζαν και τον είχαν με ξίδι για το φαγητό. Από αυτό έδιναν ένα κουταλάκι σε όποιον είχε πυρετό, ακόμη και στα μικρά παιδιά· το είχαν για γιατρικό.
Και τα μογόσικα ρόδια ξίδι τα έκαναν και αυτά, μόνο που ήταν πιο ελαφρύ. Τη λέξη «μογόσικο» δεν τη βρήκα στα λεξικά που μπόρεσα να ψάξω. Έχω καταγράψει τη λέξη «μαϊχόσικο», με την ίδια σημασία, σε πρόσφυγες από την Ανατολική Ρωμυλία (Αγχίαλο και Στενήμαχο). Ηχητικά μου φαίνεται ότι μοιάζει με τη λέξη «μορόξινο», που τη χρησιμοποιούν με την ίδια έννοια στη Θράκη, δηλαδή ελαφρώς ξινό.
Είναι κρίμα που χάθηκαν αυτές οι αποχρώσεις της γεύσης, οι διαβαθμίσεις του όξινου. Δεν ασκούμαστε πια στη διάκριση των λεπτών γεύσεων. Η γευστική μας ευαισθησία ρυθμίζεται από την αγορά και τη μόδα... Απομακρυνθήκαμε από τον «Θεό των μικρών πραγμάτων». Υπάρχει όμως πάντα η δυνατότητα της ανατροπής, διαδικασία χαρούμενη, γεμάτη και με γευστικές συγκινήσεις...