Κείμενο: Γιάννης Αδειλίνης
Φωτογραφία: Νέαρχος Παναγιώτου
Σε μια εποχή που η ασφάλεια των τροφίμων ανησυχεί ιδιαίτερα τους καταναλωτές, τα βιολογικά προϊόντα έχουν ολοένα και μεγαλύτερη απήχηση και ζήτηση. Περιέχουν περισσότερα θρεπτικά συστατικά, αντιοξειδωτικά και βιταμίνες από ό,τι τα συμβατικά που ενισχύουν τις άμυνες του οργανισμού και μπορούν να καλύψουν κάθε διατροφική μας ανάγκη.
Τα βιολογικά φρούτα και λαχανικά εμφανίστηκαν στην Κύπρο για πρώτη φορά το 1987 με 3-4 βιοκαλλιεργητές, το 1998 έφτασαν στους 23 και σήμερα είναι συνολικά 1240, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, εκ των οποίων οι 200 είναι έμποροι-παραγωγοί που καλύπτουν τις ανάγκες της αγοράς, ενώ οι υπόλοιποι καλλιεργούν για τις δικές τους ανάγκες και μερικών γειτόνων τους. Συνολικά οι βιοκαλλιεργητές καλύπτουν το 4,5% της συνολικής καλλιεργούμενης έκτασης στην Κύπρο.
Προσφέρεται, λοιπόν, η Κύπρος για βιοκαλλιέργειες; Υπάρχει ανταπόκριση από τους καταναλωτές; Είναι ενήμερος ο γεωργός πριν μπει στη βιολογική γεωργία; Υπάρχουν επιδοτούμενα προγράμματα από την Ευρωπαϊκή Ένωση και στοχευμένη στρατηγική από το κράτος; Εύλογα ερωτήματα που μας απασχόλησαν από την αρχή του ρεπορτάζ. Αναζητήσαμε απαντήσεις από πρώτο χέρι μιλώντας με τον πρόεδρο του Συνδέσμου Βιοκαλλιεργητών στην Κύπρο κ. Λάκη Πίγγουρα, τον οποίο συναντήσαμε στο κτήμα που διατηρεί στη Χλώρακα της Πάφου. Ο ίδιος μπήκε στη βιολογική γεωργία πριν από είκοσι χρόνια γιατί προηγουμένως είχε ασχοληθεί συστηματικά με θέματα περιβάλλοντος και ήταν ο πρώτος που καλλιέργησε βιολογική μπανάνα στη χώρα μας.
Σήμερα διαθέτει στην αγορά εκτός από μπανάνες, ντομάτες και φασολάκι. «Βιολογική γεωργία συνοπτικά σημαίνει να αγαπάς τη γη και να προσπαθείς να σου δώσει προϊόντα με διαδικασίες φιλικές προς το περιβάλλον» ξεκίνησε την κουβέντα μας κάτω από έναν αιωνόβιο δρυ που έφερνε δροσερό αεράκι. «Σύμφωνα με τη νομοθεσία που εφαρμόζεται στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να χρησιμοποιούνται μέθοδοι φιλικές προς το περιβάλλον που απαγορεύουν οποιαδήποτε χρήση χημικών παρασκευασμάτων, δηλαδή χημικά φυτοφάρμακα και λιπάσματα. Αφήνουμε τα φυτά να καλύπτουν έναν πλήρη κύκλο φτάνοντας στη διαδικασία της ωρίμανσης και αυτή η διαφοροποίησή μας επιτρέπει να έχουμε φρούτα και λαχανικά που έχουν διαφορετικές γεύσεις από τα συμβατικά. Το άλλο που συνηθίζουμε να κάνουμε είναι να χρησιμοποιούμε παραδοσιακούς σπόρους που είναι πιο ανθεκτικοί».
Στην ουσία πολλά προϊόντα της βιολογικής γεωργίας είναι αυτά που διατηρούσαν επί σειρά ετών οι παππούδες μας εφαρμόζοντας φιλικές μεθόδους προς το περιβάλλον. Γι’ αυτό και τα παλιά χρόνια τα φρούτα μοσχοβολούσαν με άρωμα και είχαν αληθινή γεύση. Στις μέρες μας αυτές οι αξίες πάνε να χαθούν και η βιολογική καλλιέργεια έρχεται να αντισταθμίσει αυτή την απώλεια. «Η Κύπρος έχει σημαντικά πλεονεκτήματα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη» συμπληρώνει ο κ. Πίγγουρας. «Σε κάποιες περιοχές της Πάφου μπορούμε να καλλιεργήσουμε τροπικά φρούτα, όπως αβοκάντο, παπάγια και μπανάνες. Αυτό δεν μπορεί να γίνει σε καμιά περιοχή της Ευρώπης. Μπορούμε επίσης να καλλιεργήσουμε όλη τη σειρά των χειμερινών λαχανικών, όπως πατάτες και κολοκύθες. Από την Ευρώπη μας ζητούν και αρωματικά επειδή το μικρόκλιμα της Κύπρου με την υψηλή ηλιοφάνεια επιτρέπει να έχουν πιο υψηλά αρώματα και αιθέρια έλαια που χρησιμοποιούνται στα καλλυντικά. Το θέμα είναι ότι πρέπει εμείς να υιοθετήσουμε μια συγκεκριμένη στρατηγική».
Στοχευμένη πολιτική
Η Δανία έχει γνωστοποιήσει ότι μέχρι το 2020 όλη η γεωργία της θα είναι βιολογική. Η Βουλγαρία που μπήκε μετά από εμάς στην Ε.Ε. στοχεύει να ακουμπήσει το 12% βιολογικής γεωργίας ώς το 2020. Στην χώρα μας υπάρχει μεν πολιτική αλλά δεν είναι στοχευμένη με συγκεκριμένο πλάνο που να καθορίζει ότι μέχρι το 2020 θα έχουμε αυτές τις ποσότητες λαχανικών, εσπεριδοειδών, τροπικών φρούτων και αρωματικών που θα εξάγουμε στις χώρες της Ευρώπης. «Στοχευμένη πολιτική σημαίνει ότι σήμερα έχω 4,5% πρέπει έως το 2020-25 η Κύπρος να στοχεύσει στο 12% της δικής της παραγωγής και να το κατανείμει ανάλογα» συμπληρώνει ο πρόεδρος των βιοκαλλιεργητών. «Κανείς δεν μπορεί να καλλιεργήσει τα αντίστοιχα δικά μας. Τα δύο μεγάλα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης της Ευρώπης που ισχύουν είναι το 7/13 και αυτό που τρέχει τώρα το 14/20. Και στα δύο προγράμματα ένας από τους κεντρικούς άξονες ήταν το περιβάλλον που σημαίνει αυτόματα προώθηση της βιολογικής γεωργίας».
Τι πρέπει να ξέρει, επομένως, ο αυριανός βιοκαλλιεργητής στην Κύπρο που θα μοχθήσει στο χωράφι του περιμένοντας να του αποφέρει καρπούς και εισόδημα; Τα πρώτα βήματα είναι να διερευνήσει τις αγορές της Κύπρου και της Ευρώπης για το προϊόν που θα επιλέξει να καλλιεργήσει , να ενημερωθεί για τη νομοθεσία που διέπει τη βιολογική γεωργία ακολουθώντας τις μεθόδους της, να συμβληθεί με οργανισμό πιστοποίησης που επιβάλλεται με νομοθεσία και να υποβάλει τα διάφορα έντυπα στο Υπουργείο Γεωργίας. «Στην Κύπρο έχουν γίνει τρεις διαφορετικές έρευνες από το Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο για τις προθέσεις των καταναλωτών που δείχνουν τις τάσεις και τι αγοράζει ο κόσμος» προσθέτει ο κ. Πίγγουρας.
«Αντίστοιχα είναι διαθέσιμη η ετήσια έρευνα του Ινστιτούτου Βιολογικής Γεωργίας που εδρεύει στην Ελβετία, τη Γερμανία και την Αυστρία και κάνει κάθε χρόνο έρευνες μαζί με τη Διεθνή Ομοσπονδία Βιολογικής Γεωργίας που έχει σκέλος στην Ευρώπη και μας δείχνουν τις τάσεις. Στη διαδικασία της παραγωγής πρέπει να είναι συστηματικός και να καταγράφει τα πάντα ώστε να γνωρίζει το μικροκλίμα του δικού του κτήματος. Ο Σύνδεσμος Βιοκαλλιεργητών έχει μια τράπεζα πληροφοριών που δείχνει τη διαδικασία της καλλιέργειας αυτού που έχει επιλέξει . Σημαντικό επίσης είναι να υπάρχει μια επιστημοσύνη στη βιολογική γεωργία, σε συνεργασία με το τμήμα Γεωπονικής του ΤΕΠΑΚ. Στο ιδιωτικό KES Collage υπάρχει επίσης κλάδος Τεχνικών Παραγωγής Βιολογικών Προϊόντων. Για μένα είναι ενθαρρυντικό ότι παιδιά που έχουν σπουδάσει ένα διαφορετικό κλάδο επιλέγουν τώρα να ασχοληθούν με τη βιολογική γεωργία βλέποντας προοπτικές».
Σύμφωνα με έρευνες, που μας επιβεβαίωσε και ο κ. Πίγγουρας, οι περισσότεροι καταναλωτές βιολογικών προϊόντων στην Κύπρο είναι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, και τη μερίδα του λέοντος έχουν οι γυναίκες που συνήθως επιλέγουν κυπριακά λαχανικά και φρούτα. Ο κόσμος της Λεμεσού είναι πιο δεκτικός στα βιολογικά προϊόντα, όμως αυτή η τάση είναι αυξητική σε όλες τις πόλεις. Ένα από τα λαχανικά που κερδίζει συνεχώς έδαφος στους καταναλωτές είναι το κινέζικο kale που θεωρείται ο σούπερσταρ των λαχανικών γιατί έχει υψηλή βιταμίνη Γ, ενώ στο προσκήνιο είναι τα βιολογικά μαρούλια που παρατηρείται έλλειψη, οι ντομάτες, το αγγουράκι, και τα κραμποειδή.
Σχεδόν όλα τα βιολογικά καταστήματα στην Κύπρο διαθέτουν οπωροκηπευτικά προϊόντα, ο Σύνδεσμος Βιοκαλλιεργητών διατηρεί κατάστημα στον Στρόβολο, ενώ λειτουργεί και μια λαϊκή αγορά στην Αγία Φύλα. «Τον Ιούλιο ανοίγει ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα που ονομάζεται ‘βραχείες αλυσίδες εφοδιασμού’ που επιχορηγεί τη δημιουργία λαϊκών αγορών σε όλες τις πόλεις. Ήδη είμαστε σε επαφή με τους Δήμους Λεμεσού, Πάφου και Γεροσκήπου και αναμένουμε μέχρι το τέλος του χρόνου να υπάρχουν λαϊκές αγορές με βιολογικά προϊόντα σε όλη την Κύπρο. Έτσι θα σμικρύνει η απόσταση μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή και θα δώσει ώθηση στα βιολογικά γιατί θα υπάρχουν και τιμές αντίστοιχες των συμβατικών προϊόντων», προσθέτει ο πρόεδρος των Βιοκαλλιεργητών.
Επιδοτήσεις, δάνεια και προοπτικές
Η Ευρωπαϊκή Ένωση εκτός από την επιπρόσθετη επιχορήγηση βιολογικής καλλιέργειας ανά στέμμα για πέντε χρόνια, τρέχει δύο επιδοτούμενα προγράμματα: το «Επενδυτικό» και το «Για Νέους Γεωργούς» με πιο υψηλή μοριοδότηση για τη βιολογική γεωργία επειδή ικανοποιεί τον άξονα περιβάλλον. Ο βιοκαλλιεργητής, όμως, αναγκαστικά θα αναζητήσει και χρηματοδοτικές λύσεις από τράπεζες, οι οποίες από ό,τι φαίνεται δεν ευνοούν την πρωτογενή παραγωγή. «Από τη δική μου εμπειρία η χρηματοδότηση από τράπεζες είναι ελάχιστη ώς μηδαμινή» επιμένει ο κ. Πίγγουρας. «Η λογική είναι απλουστευμένη. Στη γραφειοκρατία που διέπει μια εμπορική τράπεζα στην δανειοδότηση δεν επιλέγεται ο πρωτογενής τομέας ως επικρατέστερος και πιο βιώσιμος αλλά άλλοι τομείς, ο δευτερογενής σε μικρότερο βαθμό ενώ ο τριτογενής έχει τη μερίδα του λέοντος. Ουσιαστικά δεν έχουμε οποιοδήποτε δανεισμό από τις εμπορικές τράπεζες».
Πώς μπορεί να αντεπεξέλθει λοιπόν ο βιοκαλλιεργητής στις συνεχώς αυξανόμενες απαιτήσεις για να διαθέσει τα προϊόντα του; «Εάν ο ενδιαφερόμενος γεωργός δεν είναι καθημερινά στο χωράφι δεν μπορεί να έχει αξιόλογα προϊόντα με προοπτική πώλησης και ικανοποίησης των καταναλωτών. Εάν δεν κάνεις συστηματική δουλειά δεν μπορεί να αποδώσεις. Η προοπτική βιολογικών πρέπει να είναι οι εξαγωγές στην Ευρώπη. Έτσι θα υπάρχει ουσιαστική συνεισφορά στο ακαθάριστο προϊόν της Κύπρου και θα υπάρχει μια ανατροπή. Αν μιλάμε για μια Ευρώπη των 500 εκατομμυρίων κατοίκων είναι φοβερά ευνοϊκές οι συνθήκες για να πάρει ένα κομμάτι η μικρή Κύπρος με το μηδαμινό ποσοστό πρωτογενή τομέα στο συνολικό ΑΕΠ που έχουμε».
-ΠΟΥ ΤΑ ΒΡΙΣΚΟΥΜΕ
Τον πρόεδρο του Συνδέσμου Βιοκαλλιεργητών Κύπρου τον βρίσκουμε στο τηλ. 97770761. Επίσης το Αγρόκτημα Βιοκαλλιεργητών βρίσκεται στη λεωφ. Στροβόλου 206 στον Στρόβολο, τηλ. 96578639
facebook: Cyprus Organic Farmers Association
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον «Γ» τον Μάιο του 2017