Κείμενο: Δημήτρης Ρουσουνέλος
Φωτογραφία: Μαρία Κωνσταντακάκη
Το επάγγελμα του μάγειρα έχει μία εκ των ων ουκ άνευ υποχρέωση: στρατιωτική πειθαρχία εν ώρα εργασίας. Αυτό ισχύει από το ξεκίνημα μέχρι να πιάσει στα χέρια του το πρώτο τηγάνι με αληθινή φωτιά εστιατορίου. Οι μάγειρες, ακόμη κι αν δείχνουν χαλαροί, δουλεύουν υπό πίεση. Γνώρισα μερικούς τέτοιους φαινομενικά χαλαρούς μάγειρες τελευταία. Προλαβαίνουν να αναπτύξουν τις σχέσεις τους, να δικτυωθούν, να έρθουν σε επαφή με το περιβάλλον γύρω τους, να μελετήσουν, να σκεφτούν, να φανταστούν, να ονειρευτούν, να διαβάσουν. Προλαβαίνουν και να γράψουν ποίηση ή τουλάχιστον να εκφραστούν με έναν τρόπο ποιητικό, αποδεικνύοντας το κοινότοπο πλέον «ουδέν ο μάγειρας του ποιητή διαφέρει».
Σαν μικρά πουλιά, ξεφωλιάρικα, κάποια στιγμή δοκιμάζουν τα φτερά τους. Αν βιαστούν, ίσως σπάσουν τα μούτρα τους, αλλά συνεχίζουν. Αρκεί οι φτερούγες να παραμείνουν αλώβητες, να μη σβήσει η φλόγα στην καρδιά, η επιθυμία να πετάξουν παραπέρα, να μάθουν περισσότερα και να μοιραστούν όσα γνωρίζουν.
Τότε ξετρυπώνουν από μέσα σαν από μηχανής θεοί: ο τόπος, ο πυρήνας της οικογενειακής εστίας, τα ταξίδια, οι γευστικές εμπειρίες και αναζητήσεις τους. Ο μαγειρικός τους χαρακτήρας περνά σε διαδικασία ωρίμασης και ο καθένας κάνει τις επιλογές του.
Η προσγείωση στην πραγματικότητα δεν ήταν καθόλου ευχάριστη για τον σεφ που προσκλήθηκε σε τηλεοπτική εκπομπή, αλλά κόπηκε διότι δεν μπόρεσε να συνυπάρξει στο ασφυκτικό και περιοριστικό περιβάλλον που καθοριζόταν από συγκεκριμένο χορηγό. Η επιλογή του να πειράξει παραδοσιακά πιάτα με τον δικό του δημιουργικό τρόπο είχε τύχει της δέουσας υποδοχής προδιαδικαστικά. Ο σεφ μάζεψε εκλεκτά προϊόντα του τόπου καταγωγής του, υλικά που πίστεψε ότι θα ταίριαζαν καλύτερα στις συνταγές. Το ότι είχε μελετήσει καλά αυτό το ταίριασμα και το είχε δουλέψει χρόνια τώρα στην κουζίνα του, διά πυρός και πορσελάνης που λένε, δεν μέτρησε. Οπως δεν μέτρησε ότι ο ίδιος επιλέχθηκε λόγω αυτής του της επιτυχημένης πορείας, που χτίστηκε με αυτόν τον τρόπο και με αυτά τα υλικά στο πηλοφόρι του. Δεν ήθελαν τη σερμαγιά, το μυαλό, τη φαντασία, την προσωπική του άποψη. Την αύρα του ήθελαν, το άστρο, τη φλόγα που τον κυνηγά από παιδί. Εκείνη που τον έκανε να ψήνει καθημερινά την ψυχή του, όχι τελικά για να την πουλήσει στον διάβολο, αλλά για να τη μοιραστεί με τους αγγέλους της καθημερινότητάς του, τους πελάτες του εστιατορίου όπου εργάζεται.
Στην αιώνια μάχη μη λασπώσει το κριθαράκι και στην αγωνιώδη επίκληση να γίνει κάτι πριν χαθεί, η απάντηση του σεφ είναι το ίδιο κραυγαλέα, πλην χωρίς αγωνία και με αποφασιστικότητα στρατηλάτη:
- Κράτησέ το εκεί που είναι!
Εξ ορισμού πειθαρχείς. Είναι πόλεμος!
Στην άλλη, την αιώνια μάχη χαρακωμάτων χάριν της παράδοσης, ο χορηγός οφείλει να συμμορφωθεί, όχι ο μάγειρας. Αν κάτι πρέπει να διακρίνει τις επιλογές μας, τηλεμάγειρες, τηλεθεατές και εν τέλει τηλεκαταναλωτές εύπεπτων τηλεπιάτων, είναι η αποφασιστικότητα.
Ισως έτσι σώσουμε κάτι. Τις φλεγόμενες ψυχές μας πρωτίστως...