Κείμενο: Αλέξανδρος Γιώτης
Φωτογραφία: Διονύσης Κουρής
Ο γνωστός ως Δειπνοσοφιστής της Καθημερινής γράφει σ’ έναν τόμο από το τρίτομο βιβλίο του πως το σερβίρισμα του φαγητού γίνεται με την καρέκλα αντικριστά στο πιάτο, ενώ το σερβίρισμα του ούζου και γενικώς του μεζέ για ούζο, κρασί και μπίρα γίνεται πλαγιαστά. Για να εξηγηθώ καλύτερα, καθόμαστε μπροστά στο πιάτο μας για κανονικό φαγητό, ενώ καθόμαστε κοιτώντας με τον αγκώνα τα πιατάκια με τους μεζέδες και τα ποτήρια. Και έχει απόλυτο δίκιο, αν το σκεφτούμε καλά. Ο ελληνικός μεζές έχει τη θεωρία του. Η συνεύρεση της οικογένειας και των φίλων γύρω από ένα τραπέζι παίρνει άλλα σχήματα στην κανονική εστίαση, ενώ έχει χαλαρούς ρυθμούς όταν πρόκειται περί του μεζέ. Το γεύμα έχει μια σειρά ή σειρές, ακόμα κι όταν μιμείται τους μεζέδες. Και βεβαίως δεν ομιλώ για τη γαλλική σειρά, με πρώτα, δεύτερα και επιδόρπια, αλλά για την ελληνική σειρά που είναι της κάθε νοικοκυράς η όρεξη.
Στο μεζέ παραγγέλνουν όλοι και λένε στον κάπελα «φέρε ένα τέτοιο, φέρε ένα άλλο», μπερδεύονται ψαρικά, θαλασσινά, κρεατικά, από το λουκάνικο ώς τη μαρίδα. Εδώ δεν έχει σημασία καμία γκουρμεδιά, καμία γαλλική σειρά του τύπου πρώτα τα θαλασσινά, μετά το κρέας, εδώ έχει σημασία η συζήτηση, η ανταλλαγή απόψεων, από τις βλακείες ώς τη φιλοσοφία, από τα ποδοσφαιρικά ώς την πολιτική, με την αρχαιοελληνική έννοια. Δηλαδή, «βάλε κάπελα κρασί και φέρε άλλο ένα λουκάνικο κι ένα ψητό χταπόδι» κι ο άλλος να φωνάζει «δε βάζεις και μια γαρίδες;», «πόσα γκολ έβαλε χθες;», απάντηση «έβαλε τρία» και ανταπάντηση «α, ρε τα λαμόγια», όπερ και φιλοσοφικόν από την άποψη της κριτικής στα ήθη της κοινωνίας και πολιτικόν, διότι υπογραμμίζει την απουσία λύσης στη βρωμιά των τεκταινομένων στο ποδόσφαιρο.
Ο ελληνικός μεζές είναι μια στιγμή κοινωνικής εκτόνωσης, δεν είναι απλό φαΐ, είναι μια στιγμή κοινωνικής κριτικής, είναι απόπειρα συντονισμού των επιμέρους τμημάτων της κοινωνίας. Η προσέλευση ατόμων χαιρετίζεται με ιαχές του τύπου «βρε καλώς τον!», «τι θα πιείτε;», «εγώ μια μπίρα» και συνήθως το ποτό κανονίζει τα υπόλοιπα, τη σειρά, τις γεύσεις. Είναι απορίας άξιον πως κανείς δεν μας το μαθαίνει, αλλά όλοι ξέρουμε να το κάνουμε, σαν να είναι γραμμένο στην κυτταρική μας μνήμη.
Ο ελληνικός μεζές δεν είναι ούτε η κεμία της Τυνησίας ούτε ο τούρκικος ή λιβάνιος μεζές, ούτε τα ιταλικά αντιπάστι, ούτε το γαλλικό ορντέβρ. Είναι συνάντηση για τσιμπολόγημα πριν από το κανονικό φαγητό και συνήθως έξω από το σπίτι, αν και συμβαίνει συνάντηση για μεζέδες στο σπίτι, όμως τότε είναι χαλαρή η αντίληψη για τα πάντα, σειρά, τρόπος, όψη, γιατί βέβαια δεν θεωρείται μεζές το μεγάλο κομμάτι, είτε θα κοπεί λίγο-λίγο στο τραπέζι είτε θα έχει κοπεί εκ των προτέρων. Παράδειγμα, ένα χοιρινό χεράκι δε θα φαγωθεί στο πιάτο, αλλά λίγο-λίγο από το κεντρικό πιάτο, εάν και εφόσον προτιμήθηκε ο τρόπος του πιάτου μπροστά στον καθένα, που δεν είναι απολύτως ορθόδοξος. Ο ελληνικός μεζές δεν είναι απλώς φαΐ, είναι μία ιδέα.