Κείμενο: Δημήτρης Ρουσουνέλος
Φωτογραφία: Μαρία Κωνσταντακάκη
Παραλαμβάνοντας ο άνθρωπος, στο πλαίσιο του κόσμου, το σιτάρι και το σταφύλι και θέλοντας να ευχαριστήσει τον δημιουργό, επέστρεψε ως αντίδωρο άρτο και οίνο, για να λάβει πίσω -θεολογικά, χριστιανικά κυρίως, μιλώντας- τον άρτο ως σώμα Χριστού και τον οίνο ως αίμα του. Αλληλουχία πράξεων, που η μία αντανακλά μέσα στην άλλη. Από την πρωταρχική δραστηριότητα της βρώσης, ο χριστιανός ανακαλύπτει ότι ο θεός προσφέρει τον ίδιο του τον εαυτό, ως προϋπόθεση ζωής, για να χορτάσει το δημιούργημά του. Με αυτή την έννοια ο άνθρωπος φαίνεται να «χρωστάει» στον δημιουργό του. Γι’ αυτό θυσιάζεται. Οχι στο μέγεθος της απόλυτης θυσίας του Χριστού, αλλά με μικρές θυσίες που πρακτικά ορίζονται, αλλά δεν περιορίζονται στη λήψη τροφής. Με την έλλειψη της απόλαυσης στέλνει ο πιστός το μήνυμα ότι κατανοεί το μέγεθος της θυσίας και της ευθύνης που αυτή συνεπάγεται για τον ίδιο. Και νηστεύει. Νηστεύει γιατί πιστεύει. Αλλιώς κάνει διατροφή. Στην πρώτη περίπτωση, μια απλή ανάγνωση των γραφών και μια καλή σχέση με τον πνευματικό αρκεί. Στη δεύτερη καλό είναι να ακολουθεί κανείς πιστά τον διατροφολόγο του. Προϋπόθεση σωτηρίας στη μια περίπτωση η πίστη και στην άλλη η πιστή εφαρμογή των οδηγιών.
Υπάρχει ένας κανόνας στη νηστεία: ο άνθρωπος δεν πρέπει να υπερκαταναλώνει, ούτε να καταδυναστεύει τη φύση. Εδώ κουμπώνει η έκφραση «βίος λιτός», που πολύ συζητήθηκε τον προηγούμενο μήνα. Η Σαρακοστή είναι η πιο δημοφιλής περίοδος νηστείας. Κάποιοι νηστεύουν όσο μπορούν. Για άλλους η ανάγκη εμφάνισης με μαγιό στην παραλία και η αδυσώπητη ένδειξη της ζυγαριάς υπερβαίνει κάθε άλλη ανάγκη για θυσία. Στην καθημερινότητά μας, η ανάγκη ισορροπίας, αρμονίας, οικονομίας και φιλαδελφίας πρέπει να προκύπτει σαν εσωτερική ανάγκη. Η νηστεία είναι επιλογή, όχι αδυναμία. Γι’ αυτό και η λελογισμένη σχέση της πίστης με τη βρώση δεν συμβαδίζει με τη λιτότητα και τη φτώχεια. Οπως επίσης δεν συμβαδίζει με τη σπατάλη και την ακολασία που ορίζουν οι νηστήσιμες αστακομακαρονάδες, το χαβιάρι και τα βασιλικά καβούρια.
Ας μην το ζορίζουμε λοιπόν, γιατί φαινόμαστε υποκριτές σαν τους γραμματείς και τους Φαρισαίους της Γραφής, που, ενώ πρόσφεραν το ένα δέκατο από το δυόσμο, τον άνηθο και το κύμινο, άφηναν έξω τα πιο σοβαρά, τη σωστή κρίση, την ευσπλαχνία και την πίστη (βλ. κατά Ματθαίον κεφ. 23). Βίος που δεν είναι αλληλέγγυος στην κοινωνία μοιάζει υποκρισία. Οπως υποκρισία είναι η λιτότητα που κυρίως στραγγαλίζει τις ανάγκες των πολιτών. Γι’ αυτό η επίκληση για βίο λιτό ήρθε στην καλύτερη ώρα. Να ζεις με αυτά που σου εξασφαλίζουν αυτάρκεια, ευχαρίστηση, ισορροπία, στο πλαίσιο των δυνατοτήτων και των αναγκών σου.