Κείμενο: Τασούλα Επτακοίλη
Φωτογραφία: Θρασύβουλος Παπαστρατής, Βαγγέλης Ζαβός
Εδώ και ενάμιση αιώνα, η ίδια οικογένεια, στο ίδιο κομμάτι γης, καλλιεργεί την ίδια ποικιλία και παράγει κρασιά που αποτελούν σημείο αναφοράς. Από τον Θεόδωρο Μερκούρη ως τους αδελφούς Κανελλακόπουλους, αυτή είναι η συναρπαστική ιστορία τους.
Στα μέσα του 19ου αιώνα, ένας νεαρός από τη Δίρβη, ένα μικρό ορεινό χωριό της Ηλείας, τη σημερινή Λάμπεια, έχει προβλήματα. Η δράση του και οι δημόσιες δηλώσεις του κατά του Όθωνα τον έχουν καταστήσει persona non grata. Ο τόπος δεν τον σηκώνει. Αποχαιρετά την οικογένειά του, μπαίνει σε ένα καΐκι και περνάει αρχικά στη Ζάκυνθο -η οποία τελεί υπό βρετανική κατοχή- και κατόπιν στην Ιταλία. Για μερικά χρόνια εργάζεται σε μεγάλα κτήματα και γνωρίζει την ποικιλία Refosco, ένα εντυπωσιακό σε μέγεθος κόκκινο σταφύλι, που δίνει ένα πολύ σκούρο και ιδιαίτερα δημοφιλές τότε κρασί. Πνεύμα ανήσυχο και φύση περιπετειώδης, με πολλές φιλοδοξίες και όνειρα για ένα καλύτερο μέλλον, ο Θεόδωρος Μερκούρης -αυτός είναι ο νέος της ιστορίας μας- αποφασίζει να φύγει ξανά. Μπαρκάρει για την Αίγυπτο. Το πλοίο του ναυαγεί, εκείνος όμως διασώζεται και φτάνει στην Αλεξάνδρεια.
Η ζωή εκεί αρχίζει να του χαμογελά. Δραστηριοποιείται στο εμπόριο βαμβακιού και, ικανός επιχειρηματίας καθώς είναι, κερδίζει χρήματα και γίνεται εξέχον μέλος της ελληνικής κοινότητας της πόλης. Επιπλέον, γνωρίζει και ερωτεύεται τη Μαρία Παλαιολόγου, με ρίζες από τη Χίο. Παντρεύονται και αποκτούν τέσσερα παιδιά: τον Λεωνίδα, τον οποίο θα ξανασυναντήσουμε στη συνέχεια της ιστορίας μας, τον Κωνσταντίνο, που μεγαλώνοντας έφυγε για την Αυστραλία, τον Περικλή, που έγινε έμπορος στη Θεσσαλονίκη, και τον Αλέξανδρο, που πέθανε πολύ νέος από ξαφνική ασθένεια.
Η Αγρέπαυλη, την οποία σχεδίασε Ιταλός αρχιτέκτονας για λογαριασμό του Θεόδωρου Μερκούρη, στο πρότυπο των κατοικιών της Τοσκάνης.
Παρά την επιτυχία του, ο Θεόδωρος δεν εφησυχάζει. Επιπλέον, τον τρώει η νοσταλγία για τη γενέτειρά του. Παίρνει την οικογένειά του και επιστρέφουν στην Πελοπόννησο. Κάπως έτσι φτάνουμε στο 1864. Εκείνη τη χρονιά αγοράζει, από παραχώρηση εθνικών γαιών, μια μεγάλη έκταση (600 στρεμμάτων) στο Κορακοχώρι Ηλείας, σε μικρή απόσταση από το Κατάκολο και την Ολυμπία. Δεν είναι κάμπος, αλλά τόπος δύσκολος, με βράχια και κατολισθήσεις. Με πολύ κόπο και δουλειά για να «ημερώσει» τη γη, η οικογένεια δημιουργεί το Κτήμα Μερκούρη, το οποίο για μεγάλο διάστημα είναι προσανατολισμένο στην παραγωγή κορινθιακής σταφίδας - η μαυρομάτα, άλλωστε, εκείνη την εποχή είναι το «χρυσάφι» της Πελοποννήσου και των νησιών του Ιονίου. Επειδή όμως είναι και φίλος του κρασιού, και θυμάται το «πέρασμά» του από την Ιταλία, το 1870 παραγγέλνει μοσχεύματα Refosco και τα φυτεύει. Φτιάχνει έτσι τον πρώτο μονοποικιλιακό αμπελώνα στην οινική ιστορία της Ελλάδας. Πέντε στρέμματα από αυτόν διασώζονται ακόμα...
Η Αγρέπαυλη σήμερα.
Ο περονόσπορος και η χρεοκοπία
Το 1880 ολοκληρώνεται η κατασκευή της οικογενειακής αγρέπαυλης -με σχέδια Ιταλού αρχιτέκτονα και στα πρότυπα των κατοικιών της Τοσκάνης- μέσα στο κτήμα. Η παραγωγή είναι μεγάλη, οι δουλειές πάνε καλά και το κρασί των Μερκούρηδων μοσχοπουλιέται στην αγορά της Τεργέστης. Τίποτα δεν προμηνύει τη θύελλα που έρχεται. Το 1893, μέσω Γαλλίας, ο περονόσπορος φτάνει στην Ελλάδα. Η σοδειά καταστρέφεται. Την επόμενη χρονιά επίσης. Η επιχείρηση χρεοκοπεί και περνάει στα χέρια της Εθνικής Τράπεζας. Η οικογένεια ενοικιάζει σε πρώτη φάση το κτήμα και αποδύεται σε έναν σκληρό αγώνα για να το πάρει πίσω. Το καταφέρνει έπειτα από 30 χρόνια. Μόνο που ο Θεόδωρος Μερκούρης δεν ζει για να χαρεί. Το πλήγμα της χρεοκοπίας είναι τόσο ισχυρό, που το 1897 παθαίνει εγκεφαλικό και πεθαίνει. Έχει προλάβει να κληροδοτήσει την περιουσία του στον πρωτότοκο Λεωνίδα.
Κατάστιχο του 1904.
Εκείνος, κρίνοντας πως το κρασί είναι καλή επένδυση, φτιάχνει και ένα οινοποιείο. Σύγχρονο για την εποχή του, με υπόγειες τσιμεντένιες δεξαμενές και μηχανήματα από τη Γαλλία, με υποδομές τις οποίες κανείς, ακόμη και σήμερα, δεν μπορεί να μη θαυμάσει. «Από την ιστορία της χρεοκοπίας, βέβαια, προέκυψε και ένα μεγάλο δίδαγμα για τους κληρονόμους του Θεόδωρου: πως οι μονοκαλλιέργειες είναι υψηλού ρίσκου», λέει ο Βασίλης Κανελλακόπουλος, εκπρόσωπος της τέταρτης γενιάς. «Έτσι, σκέφτηκαν να φυτέψουν τις πρώτες ελιές, ως εναλλακτική λύση. Με σταφίδα, αμπέλια και ελιές πορεύτηκαν μέχρι τη δεκαετία του ’50. Σταδιακά, εστίασαν στις ελιές - και σε άλλα δέντρα, όπως ροδακινιές, που δεν απέδωσαν ιδιαίτερα. Έτσι ήταν το κτήμα όταν το παρέλαβε η δικιά μας γενιά. Καλλιεργούσαμε τα αμπέλια, πουλούσαμε τα σταφύλια στον Καρέλλα, στην Πατραϊκή Ενωση Συνεταιρισμών και στην Achaia Clauss. Οι μεγάλοι έφτιαχναν και χίλια λίτρα για την οικογένεια και τους φίλους. Μέχρι που τη δεκαετία του ’80 μας ξαναμπήκε το... μικρόβιο του κρασιού».
Παλαιά μηχανήματα και έπιπλα έχουν διασωθεί με «ευλάβεια» από την οικογένεια.
Η τέταρτη και η πέμπτη γενιά
Πράγματι, το 1985, ο Βασίλης Κανελλακόπουλος και ο αδελφός του Χρήστος -γιοι της Μαρίας, μιας από τα τέσσερα παιδιά του Λεωνίδα Μερκούρη- αποφάσισαν ότι έπρεπε πάση θυσία να κρατήσουν το κτήμα. Το αισθάνθηκαν και ως χρέος προς τη μητέρα τους και τα αδέλφια της, την Ελένη, τον Θεόδωρο και την Καίτη, που το διατήρησαν ζωντανό σε περιόδους πολύ δύσκολες, όπως τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Υπήρχε, βέβαια, μέσα τους και η μεγάλη αγάπη για τη γη, που ίσως εξηγείται... γονιδιακά, αφού ο πατέρας τους ήταν γεωπόνος.
«Οι κληρονομιές είναι και καλό και κακό πράγμα. Είναι δίκοπο μαχαίρι», λέει ο κ. Κανελλακόπουλος. «Έχεις ένα σημαντικό κεφάλαιο, αλλά και μια δέσμευση που ίσως σε εμποδίσει να κάνεις αυτό που πραγματικά θέλεις. Όμως, για εμάς το κτήμα ήταν ένα κομμάτι της ζωής μας. Και δεν μπορούσαμε να πούμε ότι στο όνομα της σύγχρονης τεχνολογίας θα γκρεμίζαμε το παλιό οινοποιείο. Το διατηρήσαμε, λοιπόν, έως ένα βαθμό, το εκσυγχρονίσαμε στο μέτρο του δυνατού και έτσι πορευόμαστε».
Το οινοποιείο του Κτήματος Μερκούρη.
Το σύνολο των αμπελώνων σήμερα είναι 160 στρέμματα. Από αυτά, Refosco καλύπτει το 1/4. Υπάρχει, βέβαια, ο παλαιός κλώνος, εκείνος που έφερε από τη βόρεια Ιταλία ο πατριάρχης της οικογένειας, αλλά και ένας νέος, από το Φριούλι: το Refosco με τον κόκκινο μίσχο, έτσι το λένε οι Ιταλοί. «Το παραδοσιακό Refosco είναι όψιμη ποικιλία, παραγωγική μεν, αλλά αυτό δεν συνάδει πάντα με την ποιότητα», εξηγεί ο Βασίλης Κανελλακόπουλος. «Το καινούργιο είναι πρώιμη και μικρότερης παραγωγής, οπότε εστιάσαμε σε αυτό. Από το 1960, βέβαια, έχει μπει στα αμπέλια μας και η Μαυροδάφνη - ήμασταν οι πρώτοι που τη χρησιμοποιήσαμε ως βελτιωτική ποικιλία στα κόκκινα κρασιά μας και όχι σε κλασική γλυκιά οινοποίηση».
Στη συνέχεια, προστέθηκαν ο Αυγουστιάτης και το Αγιωργίτικο («κυρίως για να δούμε τι μπορεί να δώσει στο δικό μας terroir»). «Μέχρι τότε μας αποκαλούσαν “κόκκινο κτήμα” και “προπύργιο των ερυθρών ποικιλιών”. Αποφασίσαμε, λοιπόν, να δοκιμάσουμε και κάποιες λευκές. Ήταν πρόκληση. Φτιάξαμε τη Φολόη, από Ροδίτη. Φυτέψαμε Ασύρτικο και Ρομπόλα. Αν και εκείνη την εποχή ήταν πολύ της μόδας το Chardonnay και το Cabernet Sauvignon, είπαμε να πάμε κόντρα στο ρεύμα. Έτσι, προτιμήσαμε Mourvedre και Negro Amaro. Έχουμε και Viognier, που συμμετέχει κατά 10% στη Φολόη, για να της δώσει καλύτερη δομή και μεγαλύτερη αρωματικότητα. Συνολικά δουλεύουμε με 15 ποικιλίες και παράγουμε 13 ετικέτες». Είναι ελληνική ποικιλία το Refosco; «Φυσικά!» απαντά γελώντας ο δισεγγονός του Θεόδωρου Μερκούρη. «Σχεδόν 150 χρόνια βρίσκεται στη χώρα μας. Και μετανάστης να ήταν, θα είχε πάρει την ελληνική υπηκοότητα».
Τα αμπέλια απλώνονται σήμερα σε έκταση 160 στρεμμάτων. Το Refosco καλύπτει τα 40.
Από τότε που το Κτήμα Μερκούρη μπήκε στη νέα εποχή, τα κρασιά του διαπρέπουν σε ελληνικούς και διεθνείς διαγωνισμούς και έχουν κερδίσει την εκτίμηση των καταναλωτών εντός και εκτός συνόρων. «Δεν ξεκινήσαμε έχοντας κάποιο μεγάλο κεφάλαιο να επενδύσουμε. Είχαμε παράλληλα τις δουλειές μας -ο αδελφός μου είναι γεωπόνος κι εγώ πολιτικός μηχανικός- και σιγά-σιγά φτάσαμε σε ένα σημείο ώστε να είμαστε αυτόνομοι. Τότε ξέσπασε η κρίση», συνεχίζει.
Και η πέμπτη γενιά; Είναι έτοιμη να αναλάβει δράση; Ναι! Ο Βασίλης Κανελλακόπουλος έχει δύο γιους: ο Δημήτρης έχει σπουδάσει Οινολογία και ο Χαράλαμπος πολιτικός μηχανικός. Εκατόν σαράντα οκτώ χρόνια από τη μέρα που ο Θεόδωρος Μερκούρης πάτησε το πόδι του σε αυτό το κομμάτι γης και το ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα, οι απόγονοί του βαδίζουν στα δικά του χνάρια. «Το ζητούμενο είναι να βγούμε δυνατοί από την κρίση και να αξιοποιήσουμε όσα επιτύχαμε τις τελευταίες δεκαετίες. Στο χώρο της ελληνικής οινοποιίας είχαν εισέλθει και άνθρωποι που ούτε αγάπη ούτε παράδοση τους συνέδεε με το κρασί. Ίσως μέσα από αυτήν τη συγκυρία να βρεθεί ξανά κάποια ισορροπία. Μακάρι να περάσουμε τον κάβο, να σταθούμε όρθιοι...»
Διαβάστε περισσότερα στο www.oinoxoos.net