Κείμενο: Δημήτρης Ρουσουνέλος
Στον τουρισμό σπέρνεται, κεντρίζει, ανθίζει, καρποφορεί, μια καλά ριζωμένη παραγωγή. Ομορφη πατρίδα, εύφορος τόπος, γόνιμος, με νησιά, βουνά και ισιώματα, πολιτισμό, παραλίες, ξεφαντώματα. Απ’ όλα! Ενα σύνολο απασχολήσεων, ένα είδος ατμομηχανής. Με σταθερότητα κρατά το τρένο στις ράγες: αγροτική παραγωγή, μεταποίηση, κλάδος εστίασης, παράλληλα με την ξενοδοχία, την ψυχαγωγία, τον πολιτισμό, αντλούν το απαραίτητο για τη συντήρησή τους οξυγόνο από τον τουρισμό. Ο κλάδος πήγε επιτέλους καλά φέτος. Αρα άξιζε τον κόπο η δουλειά του σερβιτόρου, του μάγειρα, του λαντζέρη. Θα πληρωθεί, θα μπορέσει να ζήσει οικογένειες. Καθώς με τα τραγούδια, τις διηγήσεις, τη λογοτεχνία περιδιαβαίνουμε άλλες, επίσης δύσκολες, εποχές, συνειδητοποιούμε πως λίγο να τα χαϊδέψεις στην επιφάνεια, λίγο να ανασηκώσεις την κάθε λέξη, ανακαλύπτεις στις καρδιές των ανθρώπων το όνειρο. Κι ας μην το έλεγαν καθαρά. Το έδειχναν, το αναζητούσαν. Οποιος ήθελε την έβρισκε τη θαλπωρή, κι ας ήταν μέσα στο ασύνορο κλάμα του Στέλιου Καζαντζίδη, κι ας ήταν «ψεύτρα η ξενιτιά με πικρό ψωμί, θολό νερό», κι ας «βλαστημάς τα λεφτά που αποκτάς», πέρα ακόμη κι από το «πιο καλά στο φτωχικό με ψωμί κι ελιά» υπήρχε η ελπίδα.
Σήμερα, καθώς το σώμα της πατρίδας φυλλορροεί, καθώς το φθινόπωρο διαρκείας είναι στρωμένο καταπράσινο χαλί από το πιο εκλεκτό και ελπιδοφόρο της κομμάτι, οι στριμωγμένοι στη γωνία από την καθημερινότητα της εφορίας, της τηλεόρασης Ελληνες αναζητούν, τι άλλο, λίγη ελπίδα να πιαστούν.
Ακόμη κι αν στρώνουμε το ένα φύλλο κρούστας πάνω στο άλλο, κι αν ασχολούμαστε με τη σωστή επιλογή του βουτύρου, κι αν αναλωνόμαστε με το αν του πρέπει μέλι ή σιρόπι του μπακλαβά, γνωρίζουμε καλά τι συμβαίνει γύρω. Μας το λένε άλλωστε συχνά τα ίδια τα παιδιά μ’ εκείνη την ειλικρίνεια της δικής τους γενιάς, που εμείς διδάξαμε, κι ας μην την ενστερνιστήκαμε ποτέ σαν τρόπο ζωής: «Το ξέρεις, πατέρα, πως σπουδάζεις αυριανό μετανάστη;». Το ξέρω, λες, μαυρίζεις, πατάς αντιγραφή, επικόλληση και κόβεσαι κομμάτια. Γιατί ξέρεις ότι δεν μπορείς να κρυφτείς από τα μάτια ενός παιδιού, τα μαθημένα να γκουγκλάρουν σκανάροντας υγρασίες ματιών, θερμοκρασίες δαχτύλων, λέξεις-κλειδιά και μυρωδιές.
Σκύβεις το κεφάλι και γράφεις. Μετράς τις λέξεις, στο ταψί να χωράνε ακριβώς, γιατί ξέρεις πως καθεμιά που περισσεύει θα κοπεί στο μάρμαρο. Ωραίες λέξεις διαλέγεις, τις συνταιριάζεις με τον τρόπο σου. Οπως πάντα, ασχολείσαι με την ελπίδα και το όνειρο, μ’ εκείνα τα θέματα που χαϊδεύουν τις καρδιές και τις μνήμες των ανθρώπων. Με το πόσο ωραία μυρίζει ο μπακλαβάς του βουτύρου, πόσο κρουστό το αμύγδαλο, πόσο δεν σε λιγώνει το σιρόπι του. Γιατί ξέρεις πως δεν έχεις τίποτε άλλο να προσφέρεις από το να δίνεις σταθερά πιασίματα, μια νόστιμη αναφορά κάθε φορά, για να μπορέσει ο αναγνώστης από κάπου να πιαστεί. Γιατί τα ποσοστά και τα στατιστικά δεν πείθουν, δεν ταξιδεύουν και δεν απαντούν στο ερώτημα: Αντε και διορθώθηκε ο ΕΝΦΙΑ, άντε και ο φόρος ή μήπως φόβος (;) στο πετρέλαιο μειώθηκε. Αυτόν τον άρτον ημών τον επιούσιον τι να τον κάνω; Με ποιον να τον πρωτομοιραστώ;
*από την «Κυριακή προσευχή»