Κείμενο: Αλέξανδρος Γιώτης
Φωτογραφία: Άκης Ορφανίδης
Τα μέσπιλα, τα μούσμουλα, δηλαδή, είναι για μένα σύμβολο της διατροφικής μας αλλοτρίωσης και γι’ αυτό, παρ’ όλο που είναι στο τέλος της περιόδου τους, τα αναφέρω. Είναι αρωματικότατα, πεντανόστιμα, ξινογλυκούτσικα, που έλεγε και η Μήτσαινα, μια παλιά γειτόνισσά μου, με την οποία τα μοιραζόμασταν φτιάχνοντας ζελέδες και μαρμελάδα. Έχουν, όμως, την ατυχία να είναι ευαίσθητα, χτυπιούνται και χαλάν εύκολα και έχουν μεγάλα κουκούτσια και χοντρή φλούδα. Δεν είναι politically correct σαν τα μάνγκο!
Έχουν αρχίσει να σπανίζουν, λοιπόν, στην αγορά και σε λίγο για να τα γευθούμε θα πρέπει να καλλιεργούμε μουσμουλιά στον κήπο -αν έχουμε. Η νοοτροπία αυτή έχει στείλει στον αγύριστο ένα σωρό ελληνικές ποικιλίες, βλέπε διάφορους τύπους μήλου ή τα τζίτζιφα -κι ας έχει η Αθήνα ολόκληρη συνοικία που φέρει το όνομά τους.
Το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν τα ντελικάτα αυτά φρούτα έγκειται στην έντονη αρωματικότητα, που θυμίζει κάτι από τριαντάφυλλο, αλλά και στην οξύτητά τους. Οι ιδιότητες αυτές τους δίνουν άπειρες δυνατότητες συμμετοχής σε εδέσματα αλμυρά και γλυκά και όχι αποκλειστικά στις προαναφερθείσες μαρμελάδες. Αρωματίζουν, για παράδειγμα, φρέσκες σαλάτες (σάρκα ωμή), μαγειρεύονται με χοιρινό, δίνουν γλυκόξινο κουλί (πολτός) για ψητά στον φούρνο, δίνουν εξαιρετικό σερμπέτι (γρανίτα-σορμπέ) και συνοδεύουν ιδανικά ισχυρά τυριά.
Ακολουθεί μια συνταγή για σαλάτα με λαδόξιδο μούσμουλου.
Τα υλικά είναι για 4 άτομα. Καθαρίζουμε και χοντροκόβουμε σε ένα μπολ 1 μαρούλι, 1 κατσαρό αντίδι και 1 μάτσο ρόκα ή κάρδαμο. Καθαρίζουμε 10 μούσμουλα από πέτσα και κουκούτσια. Ρίχνουμε στον πολτοποιητή 20 ml ξίδι, 7-8 από τα μούσμουλα, αλάτι και μαύρο και πράσινο πιπέρι. Τα χτυπάμε για λίγο και προσθέτουμε 60 ml ελαιόλαδο συνεχίζοντας το χτύπημα. Περιχύνουμε τα σαλατικά με το λαδόξιδο και γαρνίρουμε με τα μούσμουλα που κρατήσαμε στην άκρη κομμένα σε μικρά κομμάτια. Στη σαλάτα αυτή ταιριάζουν πολύ τα κουκουνάρια.