Κείμενο: Γιάννης Λεμονής
Φωτογραφία: Γιάννης Λεμονής
Είναι εντυπωσιακό πως, από τα αρχαία χρόνια μέχρι τις μέρες μας, κάποιες συνήθειες των Ελλήνων δεν έχουν αλλάξει καθόλου. Οπως και σήμερα, το κύριο γεύμα της ημέρας, το «δείπνο», το παρέθεταν αργά, μετά τη δύση του ήλιου (λόγω της ζέστης), ενώ, όταν ήταν καλεσμένοι, ήταν ντροπή να πάνε με άδεια χέρια. Γι’ αυτό, ο δούλος που συνήθως τους συνόδευε, κρατώντας το φανάρι για να βλέπουν, κουβαλούσε και κάποιο γλυκό, φαγητό, φρούτα ή μια κανάτα κρασί.
Στο δείπνο μόνο έτρωγαν και έπιναν νερό. Το κρασί το έπιναν μετά, στο συμπόσιο, όπου ετοιμαζόταν και πινόταν σύμφωνα με συγκεκριμένο τυπικό. Το συμπόσιο ήταν η κύρια διασκέδαση και κατά τη διάρκειά του συζητούσαν τα θέματα της ημέρας, φιλοσοφούσαν, έκαναν ποιητικούς και μουσικούς αγώνες και, βέβαια, έπαιζαν τον κότταβο.
Ο κότταβος ήταν ένα παιχνίδι πολύ διαδεδομένο στην κλασική Αθήνα και καταγόταν από τη Σικελία. Το παιχνίδι, τα πρώτα χρόνια που ξεκίνησε, ήταν απλό: Κάθε συνδαιτυμόνας άφηνε μία γουλιά κρασί στο κύπελλό του και, τεντώνοντας το χέρι, χωρίς να σηκωθεί από τη θέση του, πετούσε το υγρό σε μια μεγάλη μεταλλική λεκάνη, τον κότταβο, που ήταν τοποθετημένη στη μέση του δωματίου. Σκοπός του παιχνιδιού ήταν όλη η ποσότητα του υγρού να πέσει μέσα στη λεκάνη, χωρίς να σκορπιστεί, αλλά κατά κάποιον τρόπο «συμπαγώς», και να κάνει ωραίο και καθαρό ήχο χτυπώντας τα τοιχώματα. Σε κάθε προσπάθεια βαθμολογούσαν όχι μόνο την ευστοχία του παίκτη, αλλά και με πόση χάρη πετούσε το υγρό. Κατά τη διάρκεια της βολής, ο παίκτης έλεγε το όνομα του ατόμου που τον ενδιέφερε ερωτικά. Αν η βολή ήταν καλή, αυτό σήμαινε την ευόδωση των ερωτικών προσδοκιών. Ο κότταβος, λοιπόν, ήταν ένα παιχνίδι δεξιοτεχνίας και μαντείας. Οποιος κέρδιζε, στο τέλος της βραδιάς, συνήθως έπαιρνε τη λεκάνη για έπαθλο, αν και πολλές φορές όριζαν για βραβείο γλυκά, μήλα, αχλάδια, αυγά ή σανδάλια. Στην Αθήνα λένε πως υπήρχαν άτομα με μεγάλη συλλογή κοττάβων στο σπίτι τους.
Σταδιακά επινοήθηκαν πολλές παραλλαγές του παιχνιδιού. Ετσι, η λεκάνη που χρησίμευε ως στόχος γέμισε νερό, στο οποίο επέπλεαν μικρότερα πήλινα αγγεία, τα οποία ο παίκτης έπρεπε να στοχεύσει και να ανατρέψει, ώστε να βυθιστούν.
Σε μια άλλη παραλλαγή του παιχνιδιού, η λεκάνη του κότταβου τοποθετούνταν πάνω σε έναν ψηλό μεταλλικό πάσσαλο και ο παίκτης έπρεπε να ρίξει κάτω τη λεκάνη πετώντας το υγρό από το κύπελλό του. Στα δύο τρίτα του ύψους του πασσάλου ήταν τοποθετημένα διάφορα μικρότερα αγγεία, όπως λυχνάρια ή κύπελλα. Αν ο κότταβος έπεφτε πάνω σε ένα από αυτά, το χτύπημα θεωρούνταν ιδιαίτερα επιτυχημένο.
Ο κότταβος ήταν πολύ δημοφιλές παιχνίδι, ιδιαίτερα ανάμεσα στους νέους της Αθήνας. Μετά την Κλασική εποχή, διαδόθηκε σε όλο τον αρχαίο κόσμο και παιζόταν ακόμη και στα λουτρά. Στη Σικελία τα πλούσια σπίτια είχαν ειδικό δωμάτιο για να παίζουν τον κότταβο.