Κείμενο: Δημήτρης Ρουσουνέλος
Ηταν πριν από οκτώ χρόνια όταν τα γαστρονομικά μας πράγματα ήρθε να ταράξει σε μηνιαία βάση μια καταγραφή της ελληνικότητας με διαφορετική ματιά απ’ ό,τι είχαμε έως τότε συνηθίσει. Οι συντελεστές του εγχειρήματος έβλεπαν το ελληνικό μαγειρικό σύμπαν απ’ ανοικτά της θάλασσας, από τις ρεματιές και τις πλαγιές των βουνών, από τα τυροκομεία και τις στάνες, από τα οινοποιεία και τα αμπέλια, τους μπαξέδες, τα μανάβικα, τα παντοπωλεία και τους φούρνους. Από το πρώτο κιόλας τεύχος καταγράφονται τοπικές μαγειρικές συνήθειες από τη σκοπιά του ερευνητή, του μύστη, του αφοσιωμένου στην πηγή της πληροφορίας, στην κατά τόπους ομορφιά που ανέδυαν και αναδύουν. Καθώς το έθεσε και ο ποιητής, το ζήτημα είναι «από πού βλέπει κανείς τον ουρανό». Κάποιοι συμβαίνει να τον αντιλαμβάνονται με στοιχεία ελληνικότητας. Στο περιοδικό «Γαστρονόμος» ήξεραν πού και από πού να κοιτάξουν!
Θυμάμαι ένα από τα πρώτα εξώφυλλα: μια ρέγκα -χρυσοπράσινο φύλλο- και ένα κρεμμύδι κομμένο στα δύο. Στο πλάι μια λαχταριστή φασολάδα με σέλινο, καρότα, φασόλια χάντρες να κολυμπούν σε ένα πέλαγος ζουμερό, ντοματένιο. Αυτό το εξώφυλλο από μόνο του είναι ένα διήγημα. Περιγράφει μια στιγμή, αλλά και μια γευστική μνήμη που κρατά μια αιωνιότητα. Αφορά τον καθένα μας προσωπικά, αφορά όλους εμάς. Η πληροφορία, άλλωστε, που προσφέρει το περιοδικό είναι αναγνώσιμη και κυρίως αναγνωρίσιμη ήδη από τα εξώφυλλά του. Ο «Γαστρονόμος» όλα αυτά τα χρόνια, εκτός από το στομάχι του αστικού ιστού, τα μαγαζιά με είδη διατροφής της κεντρικής αγοράς, ανέδειξε κυρίως τα άγνωστα αλλά ξεχωριστά στέκια της περιφέρειας. Ξεχώρισε την καλή εστίαση από την ελαφράδα της επενδυτικής αρπαχτής, έδωσε χρόνο ωρίμασης στην πληροφορία, ανέδειξε την τιμιότητα, την καινοτομία και την παράδοση. Δεν έκανε το λάθος να εξωραΐσει και να ανακηρύξει το παλιό σε θέσφατο, αλλά ούτε και το αγνόησε. Την εποχή που η παράδοση ήταν ο συγγενής από το χωριό -φτωχός και συχνά όχι ευπρόσδεκτος- που ήρθε επίσκεψη στην πόλη των θαυμάτων και των «μαγειρικών επαναστάσεων», ο πλούτος της ελληνικής κουζίνας είχε στις σελίδες του περιοδικού τη θέση που του αξίζει. Μια κουζίνα που προκύπτει από πόλη σε πόλη, από χωριό σε χωριό και από σπίτι σε σπίτι, έχει ήδη καταγραφεί σε 100 τεύχη και αυτό από μόνο του είναι η μεγάλη και αναμφισβήτητη συμβολή του περιοδικού.
Το ελάχιστο φως που φέγγει τη στράτα μας, σήμερα, προέρχεται από προσπάθειες που αναδεικνύουν την ελληνική ταυτότητα, τόσο παλιά και τόσο νέα εν τέλει, που χρειάζεται να την ανακαλύψουμε εξαρχής. Γράφαμε στο προηγούμενο τεύχος για τις ελληνικές κοινότητες, για τις συλλογικές προσπάθειες που πήραν «Βραβείο Ποιότητας». Η ανάπτυξη επενδυτικών πρωτοβουλιών -εντάσεως εργασίας κυρίως- για την παραγωγή μιας σειράς προϊόντων που προκύπτουν από την παρακαταθήκη μιας φρέσκιας ελληνικότητας, σαν από χρόνια να ήθελε να αναδειχτεί και κάτι την κρατούσε πίσω. Δεν είναι τυχαίο ότι άτυπος «χορηγός επικοινωνίας» αυτής όλης της προσπάθειας είναι το περιοδικό «Γαστρονόμος». Οι συντελεστές του στρατευμένοι όλοι σε αυτόν τον μακροχρόνιο αγώνα. Οκτώ χρόνια, εκατό τεύχη! Δεν είναι πολλά, δεν είναι λίγα. Είναι μια σημαντική φτυαριά κάρβουνο. Μήνας μπαίνει-μήνας βγαίνει, συντηρεί τη φωτιά που καίει στην ατμομηχανή, δίνει ώθηση στο τρένο της ελληνικής γαστρονομίας.