Κείμενο: Άγγελος Ρέντουλας
Παρασκευή βράδυ σε παλαιό ταβερνάκι στον Προφήτη Ηλία στον Πειραιά. Υπερταπεινή διακόσμηση, βασικά δεν έχει διακόσμηση, η ταμπέλα έξω με ορίτζιναλ βίντατζ γραμματοσειρά. Καινούργια (δηλαδή δεκαπενταετίας) τα κουφώματα, χρυσοκαφέ, ξέρεις.
Μέσα τίγκα.
Κόσμος νορμάλ, άνθρωποι χωρίς λογαριασμό στο φέισμπουκ. Αλήθεια. Όλοι κοψιδοκαπνισμένοι, με μάτια γλαρά από την τσίκνα και την κακή χύμα ρετσίνα.
Απ' τον καιρό που άνοιξε αυτή η ταβέρνα, μεσολάβησαν κοσμογονικές αλλαγές. Πήρε φωτιά η υδρόγειος κάμποσες φορές, ματαιώθηκαν ιδεολογίες, διασπάστηκαν πόλεις και λαοί. Τίποτα όρθιο δεν έμεινε. Κούνια που σε κούναγε - η ταβέρνα έμεινε όρθια. Αυτή και κάμποσες άλλες.
Το φαγητό βασικό. Κόμφορτ, σαν ζεστό λιμανάκι για τον ξενιτεμένο. Το μπιφτέκι είναι αρχηγός, το συκώτι αφρός, τα παϊδάκια με ρίγανη Ταϋγέτου όμορφα καψαλισμένα. Η κυρα-τάδε κόβει και στον ύπνο της ακόμα πατάτες. Έχει φτιάξει τόνους φάβα, έχει τρίψει χιλιάδες αγγούρια για κουβάδες τζατζίκι. Τα προϊόντα είναι τίμια, καθαρά. Η φέτα φέτα, οχι δανέζικο ασπροτύρι. Το κρασί βέβαια πάντα κακό. Εντάξει, η γαστρονομική τιμή της χώρας δεν θα σωθεί εδώ. Δεν είναι όμως στοιχείο της αυθεντικής κουλτούρας μας του φαγητού; Προσοχή: δεν μιλώ για την τουριστική ταβέρνα (εκεί δεν γλιτώνεις τη ρυπαρροφαγία). Μιλώ για τις παλιές ταβέρνες στις κρυφές γειτονιές των πόλεων. Που ζούνε οικογένειες δυο και τρεις και πέντε γενιές.
Ο ρόλος της ταβέρνας βέβαια κυρίως ψυχοκοινωνικός. Ένα πεδίο λαϊκής ζωτικότητας είναι. Ξεδιπλώνονται γλέντια τελετουργικά. Γλέντια σφοδρά, γλεντάς με την ψυχή σου, συντονίζεσαι. Η μουσική από φορητό ηχοσύστημα.
Αναμειγνύονται οι γενιές, έφηβοι και παππούδες στοιχιζόμαστε, τσουγκρίζουμε ποτήρια, ξιφομαχούμε με μαχαιροπίρουνα, γεμίζουμε σταχτοδοχεία. Ισοπολιτεία. Η ζέστη της θράκας μάς νανουρίζει. Είναι η αληθινή ζωή που μάς ζεσταίνει.
Από την αυταρέσκεια και τον φενακισμό της νέοταβέρνας προτιμώ αυτό. Το καλτ ταβερνάκι του Κεφαλονίτη στην Καστέλλα στον Πειραιά. Κι ας φέρνω εγώ το κρασί μου.