Κείμενο: Σωκράτης Τσιχλιάς
Πάντα την περιμένω αυτή την ημέρα του φθινοπώρου. Συνήθως έρχεται στον δικό μου κήπο, στον Μαραθώνα, τέλος Οκτωβρίου με αρχές Νοεμβρίου, αφού μιλάμε για φυσικό προϊόν, που εξαρτάται, κατά πολύ, από τον καιρό. Εχω την τύχη να γεύομαι το πρώτο μανταρίνι της χρονιάς, όρθιος εμπρός σε ένα από τα κατάφορτα δέντρα. Εχω διαλέξει με προσοχή κάποιο που μου φαίνεται ώριμο και μετά αρχίζει το γλέντι: στρίβω με επιμονή τον καρπό για να ξεκολλήσει από το κλαδάκι του και αρχίζω προσεκτικά το ξεφλούδισμα, για να μην πληγώσω την ευαίσθητη σάρκα του. Οχι ότι χαλάει η νοστιμιά τους, αλλά είναι μέρος της απόλαυσης μετά την αποφλοίωση να κρατάς ακέραιο τον ζουμερό καρπό. Τα χέρια έχουν ήδη πάρει ένα πορτοκαλί-κίτρινο χρώμα από τα «ζουμιά» της φλούδας, ενώ αιθέρια έλαια έχουν ψιχαλίσει το πρόσωπο εισβάλλοντας ερεθιστικά στα ρουθούνια μου. Τουλάχιστον το πρώτο μανταρίνι της χρονιάς τρώγεται φέτα-φέτα, ποτέ δεν δαγκώνω ολόκληρο τον καρπό. Δεν κατασπαράζεις ένα θεσπέσιο φρούτο σαν κι αυτό, δροσιστικό, χυμώδες αλλά και ψωμωμένο, που σε πλημμυρίζει από διπλά αρώματα, τα μυστηριώδη διαπεραστικά της φλούδας που επιτίθενται κατά κύματα και τα γλυκά, ήπια, στρογγυλά της σάρκας του. Αλλιώς μυρίζουν οι κλημεντίνες, αλλιώς τα κοινά μανταρίνια και διαφορετικά τα χιώτικα. Τα τελευταία είναι οι βασιλιάδες των εσπεριδοειδών όσον αφορά το άρωμά τους. Είναι ανυπέρβλητο, τόσο καθοριστικό, που κάνει τη γεύση τους σχεδόν ασήμαντη – μεγάλη αδικία.
Τις ξέρω μία-μία τις μανταρινιές μου. Πότε φυτεύτηκαν θυμάμαι, πόσων χρονών ήταν τότε, πόσο είναι σήμερα, πότε αρρώστησε η μεγάλη, ποια ήταν η καλύτερη χρονιά της κλημεντίνας, γιατί έριξε ξαφνικά τα φύλλα πρόπερσι η Χιώτισσα, ποια χρονιά αφάνισε τους καρπούς η μύγα Μεσογείου. Ανασαίνω δίπλα τους την ώρα της ανθοφορίας, όταν βουίζουν οι μέλισσες και η ευωδιά είναι μεθυστική, παρακολουθώ με αγωνία την καρπόδεση, το μεγάλωμα του φρούτου και τη μαγική αλλαγή του φθινοπώρου: σιγά-σιγά το βαθύ πράσινο υποχωρεί, μοιράζεται με το πορτοκαλί, ώσπου χάνεται κι είναι πια ολόγλυκα.
Αισθάνομαι ευλογημένος που μπορώ και ζω αυτόν τον ετήσιο κύκλο, που μοχθώ για την ολοκλήρωσή του, με το κλάδεμα, το σκάλισμα, τη λίπανση, τη βιολογική προστασία από τα βλαβερά έντομα. Ακόμη κι ένας κήπος μικρός, ο κοινόχρηστος μιας πολυκατοικίας, μπορεί να μας εκπαιδεύσει σ’ αυτό το μυστήριο της ζωής των φυτών και των δέντρων και να μας κάνει να εκτιμήσουμε το δώρο της τροφής.