Ηταν η πρώτη φορά και ήταν η πρώτη φορά της πλειοψηφίας των καλεσμένων στο τραπέζι εκείνης της Κυριακής. Δεν είχα μαγειρέψει ποτέ μου βλίτα, εκτός από βραστά, και, για να πω την αλήθεια, δεν τα εκτιμούσα ιδιαίτερα. Εκτός εάν ήταν πολύ φρέσκα, πολύ νεαροί οι βλαστοί, πολύ τρυφερά τα φύλλα, αν υπήρχε, επιπλέον, εκλεκτό ξίδι να αναιρέσει τη γλυκερή τους γεύση ή, κυρίως, αν για κάποιο λόγο απουσίαζε από το θερινό τραπέζι η βασίλισσα ντομάτα.
Και ίσως να μην τα είχα μαγειρέψει ούτε την τελευταία Κυριακή του Μαΐου, αν είχα σκεφτεί κάποιο άλλο πρώτο πιάτο για το δείπνο μας. Τα έφτιαξα με άφθονο δυόσμο, φρέσκο και ξερό κρεμμύδι, φρέσκια ρίγανη και ντοματάκια Σαντορίνης. Λίγο λάδι στην αρχή για να αχνιστούν τα χόρτα μαζί με τα κρεμμύδια και τα μυρωδικά, σβήσιμο με την ντομάτα και, στο τέλος, το υπόλοιπο λάδι αμαγείρευτο. Ε, λοιπόν, υπήρξαν συνδαιτυμόνες που περιφρόνησαν εντελώς το δεύτερο πιάτο, ένα περίφημο κρασάτο μοσχάρι που συνοδευόταν από ριζότο με μανιτάρια, επιλέγοντας έναν δεύτερο ή και τρίτο γύρο με τα βλίτα. Δεν μου είχε ξανασυμβεί ποτέ στα τριάντα χρόνια που προσκαλώ και μαγειρεύω.
Τα μαγειρεμένα βλίτα αποδείχτηκαν ένα υπέροχο, πεντανόστιμο, αρωματικό φαγητό, ελάχιστου κόπου, ελάχιστου κόστους, που, αν εξαιρέσουμε το πλύσιμο των χόρτων, σκαρώνεται σε ένα τέταρτο και κατεβαίνει απ’ τη φωτιά σε μισή ώρα το πολύ.
Όταν διηγήθηκα την εμπειρία μου με την έκπληξη και τον ενθουσιασμό του πρωτάρη, κάποιοι συνάδελφοι του «Γαστρονόμου» μού υπενθύμισαν ότι για τους έχοντες ρίζες στην επαρχία το μαγείρεμα των βλίτων είναι πολύ γνωστό. Στην πρώτη γραμμή του καλοκαιρινού εδεσματολογίου και σε πολλές παραλλαγές: βλιτοκεφτέδες, βλίτα γιαχνί, βλίτα με αυγά, βλίτα με κολοκύθια και πατάτες λεμονάτα, ζεστή σαλάτα βλίτων με ωμή ντομάτα, κρεμμυδάκια και δυόσμο, βλίτα βραστά με ψητές ντομάτες και ψητά κρεμμύδια, βλίτα με σκορδαλιά και άλλα πολλά!
Αποκαλύπτομαι ακόμη μία φορά εμπρός στην άγνωστή μας ουσιαστικά αγροτική κουζίνα. Είναι η μεγάλη μας παράδοση. Η εθνική μαγειρική μας ταυτότητα. Το γαστρονομικό μας διαβατήριο. Η κουζίνα της ανάγκης, της τοπικής παραγωγής, των φρέσκων πρώτων υλών, που μετατρέπονται σε μια νόστιμη ευλογία. Τα ταπεινά βλίτα μπορούν στα χέρια άξιων μαγείρων να γίνουν σήμερα ένας ακόμη πρεσβευτής μιας μαγειρικής κουλτούρας γνήσια μεσογειακής, που χωρίς ξιπασιά τιμά την τροφή και τον άνθρωπο.