Κείμενο: Τασούλα Επτακοίλη
Φωτογραφία: Heinz Troll, Βαγγέλης Ζαβός
Η συναρπαστική ιστορία μιας από τις μεγαλύτερες και πιο ιστορικές εταιρείες κρασιού στη χώρα μας, μέσα από την αφήγηση του Κωνσταντίνου Μπουτάρη.
Μια ζωή μέσα στο κρασί... Θυμάται τον εαυτό του, παιδί, να ξεφορτώνει κιβώτια από τα φορτηγά στην Περαία της Θεσσαλονίκης, εκεί από όπου γινόταν η διανομή των προϊόντων της εταιρείας. Σε αυτό το πόστο δούλευε σχεδόν κάθε καλοκαίρι. Θυμάται και τον τρύγο στα αμπέλια της Νάουσας, με τον αδελφό του Γιάννη και τον ξάδελφό τους Παναγιώτη Φωτήλα. Αλλά και το παλιό οινοποιείο στην οδό Ζαφειράκη, ένα ψηλοτάβανο κτίριο. Τα τρία αγόρια ανέβαιναν σ’ ένα δώμα και από εκεί παρακολουθούσαν τα πάντα. Ο Κωνσταντίνος Μπουτάρης είναι δεινός αφηγητής. Το συνειδητοποιώ, για μία ακόμη φορά, ένα ανοιξιάτικο πρωινό στο γραφείο του στο Πικέρμι, όταν αρχίζει να ξετυλίγει... αναντάμ παπαντάμ -όπως έλεγαν οι γιαγιάδες του- την ιστορία της οικογενειακής επιχείρησης, που μετράει ήδη 133 χρόνια και τέσσερις γενιές.
«Και έχουμε ήδη ετοιμάσει την επόμενη!» με ενημερώνει γελώντας, έχοντας δίπλα του τις κόρες του, τη Μαρίνα και τη Χριστίνα, οι οποίες έχουν αναλάβει καίριους τομείς στην εταιρεία. «Η ευτυχία τού να βλέπεις να γίνονται σημαντικά πράγματα από δικό σου άνθρωπο, από αίμα σου, είναι απερίγραπτη. Είναι πολλές οι φορές που οι κόρες μου με απογειώνουν... στα ουράνια! Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι δεν έχουμε και έντονες διαφωνίες. Ευτυχώς! Γιατί οι συγκρούσεις μπορεί να πονάνε -το έζησα με τον πατέρα μου και με τον αδελφό μου-, αλλά πάντα οδηγούν σε κάτι καινούργιο. Είναι μια επώδυνη αλλά δημιουργική διαδικασία».
Κτήμα Φανταξομέτοχο. Το εντυπωσιακό οινοποιείο της Κρήτης, έξω από το χωριό Σκαλάνι.
Ένα ανήσυχο πνεύμα
Όπως συνήθως συμβαίνει σε κάθε success story, στην περίπτωση της οινοποιίας Μπουτάρη όλα ξεκίνησαν από ένα ανήσυχο πνεύμα, έναν άνθρωπο με ακόρεστη όρεξη για ζωή και δημιουργία: τον Ιωάννη Μπουτάρη. Δεν ήταν εύκολη η ζωή του. Η μοίρα τού επιφύλαξε βαριά χτυπήματα: το 1912, μέσα σε ένα εξάμηνο, έχασε και τα τρία παιδιά του από διφθερίτιδα και ευλογιά, ασθένειες που τότε θέριζαν τον πληθυσμό. «Και όμως, αν και ήταν ήδη εξήντα ετών, δεν λύγισε. Έβαλε, μάλιστα, σκοπό του να ξαναφτιάξει την οικογένειά του.
Έτσι, την επόμενη χρονιά γεννήθηκε ο πατέρας μου, Στέλιος», λέει ο συνομιλητής μου.
Ο Ιωάννης Μπουτάρης καταγόταν από το Νυμφαίο Φλώρινας, από όπου έφυγε σε νεαρή ηλικία για να αναζητήσει την τύχη του στη Νάουσα. Εκεί δούλεψε για λίγο, μαζί με την αδελφή του, η οποία ήταν έμπορος σιτηρών και αλεύρων. Όμως, ήθελε να φτιάξει τη δική του δουλειά. Εκείνα τα χρόνια η αμπελοκαλλιέργεια ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη στην περιοχή. Έτσι, άνοιξε το πρώτο του ναουσαίικο οινοποιείο, στην οδό Ζαφειράκη. Σήμερα εκεί στεγάζεται ένα μικρό μουσείο οίνου. «Ο παππούς μου ήταν από τους πρώτους που εμφιάλωσαν κόκκινο κρασί, το 1879. Το γνωρίζουμε στόμα με στόμα, από γενιά σε γενιά, αλλά ψάχνουμε και τα επίσημα στοιχεία που χρειάζονται για να αποδειχθεί ιστορικά», εξηγεί ο Κωνσταντίνος Μπουτάρης. «Οι ντόπιοι τον αγαπούσαν και τον σέβονταν. Όταν κάποτε έπεσε θύμα δολιοφθοράς -άγνωστοι, μάλλον κλέφτες, μπήκαν στο οινοποιείο, άνοιξαν τα βαρέλια και όλο το κρασί χύθηκε στους δρό- μους της πόλης-, την επομένη, όλοι οι παραγωγοί τού έδωσαν μέρος από το στοκ τους για να μπορέσει να συνεχίσει να δουλεύει».
Το ιστορικό οινοποιείο της Μαντινείας ανήκει στον Ανδρέα Καμπά και αγοράστηκε από τον Όμιλο Μπουτάρη το 1991.
Σύντομα η εταιρεία ανοίγει παράρτημα στη Θεσσαλονίκη, στην οδό Σολωμού. Με παραγωγή εκλεκτού κρασιού και ούζου, τα προϊόντα της αποκτούν μεγάλη φήμη. Ταυτόχρονα, γίνονται οι πρώτες εξαγωγές. Όταν ο Ιωάννης Μπουτάρης πεθαίνει, τη σκυτάλη παραλαμβάνει για λίγο ο αδελφός της γυναίκας του, «ο θείος Κωστάκης».
«Ήμασταν οι... κοκκινοκρασάδες»
Το 1935, ο γιος του Ιωάννη, Στέλιος, παίρνει τα ηνία, δίνοντας με την ορμή της νιότης του (ήταν μόλις 22 ετών) νέα πνοή και ώθηση στην οινοποιία. Όνειρό του είναι να κάνει την εταιρεία εθνική. Τον προλαβαίνει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Στη Θεσσαλονίκη οι αλλαγές είναι κοσμογονικές. Το εβραϊκό στοιχείο αφανίζεται, η κοινωνική δομή της πόλης αλλάζει. Με τη λήξη του πολέμου, αρχίζει σταδιακά η ανάκαμψη. Ο Στέλιος Μπουτάρης έχει στο πλευρό του, πολύτιμη αρωγό, τη σύζυγό του Φανή. Κόρη Έλληνα καπνεμπόρου με έδρα στη Γερμανία, με πλούσια ερεθίσματα και κοσμοπολίτικη παιδεία, τον στηρίζει όσο κανείς. Επεκτείνει, λοιπόν, τις δραστηριότητές του στην Αθήνα και επιχειρεί -με μεγάλη επιτυχία- άνοιγμα προς τις αγορές του εξωτερικού: Αυστρία, Αίγυπτο, Ιαπωνία. Ανοίγει και δεύτερο οινοποιείο στη Νάουσα. Στο μεταξύ, το ζευγάρι έχει αποκτήσει δύο γιους -τον Γιάννη, σημερινό δήμαρχο Θεσσαλονίκης, και τον Κωνσταντίνο, πρόεδρο του Δ.Σ. και διευθύνοντα σύμβουλο της «Μπουτάρης Οινοποιητική»- που από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 αναλαμβάνουν δράση δίπλα στον πατέρα τους.
«Η νότια Ελλάδα εκείνα τα χρόνια έπινε παραδοσιακά λευκό κρασί. Κυριαρχούσαν ο Καμπάς, η Achaia Clauss και, φυσικά, η Ρετσίνα», θυμάται ο Κωνσταντίνος Μπουτάρης. «Εμάς μας έλεγαν “κοκκινοκρασάδες”. Όμως, ο πατέρας μου ήταν αποφασισμένος να επιβάλει το κόκκινο κρασί, και με δύο σπουδαίες ετικέτες, τη Νάουσα Μπουτάρη και την Cava Μπουτάρη, το κατάφερε. Έστελνε, μάλιστα, μεγάλες ποσότητες και στις ΗΠΑ, στη Μασαχουσέτη, όπου τα κρασιά μας εισήγε ο Τομ Πάππας, ιδρυτής της εταιρείας πετρελαιοειδών Esso Pappas! Την αναγνωρισιμότητα που έχουμε σήμερα στην αμερικανική και καναδική αγορά την οφείλουμε, σε μεγάλο βαθμό, σε εκείνες τις ευφυείς εμπορικές κινήσεις. Δεν έχουμε, βέβαια, τους όγκους που θα θέλαμε, αλλά αυτό συμβαίνει επειδή ως χώρα δεν έχουμε κατορθώσει ακόμη να αναγνωριστούμε ως “wine origin” από τους ξένους καταναλωτές».
Την ίδια δεκαετία, πατέρας και γιοι πήραν δύο πολύ σημαντικές αποφάσεις για το μέλλον της επιχείρησης. Πρώτον, να εγκαταλείψουν την παραγωγή ούζου, αν και ήταν πολύ επικερδής («θέλαμε να επικεντρωθούμε στο κρασί, να ρίξουμε όλο το βάρος μας εκεί»). Και, δεύτερον, να αναπτυχθούν παραγωγικά και πέραν της Νάουσας («δεν μπορείς να είσαι μεγάλος κρασάς αν δεν έχεις καλή γνώση όλων των περιοχών όπου παράγεται κρασί»). Ξεκίνησαν από τη Γουμένισσα, ο αμπελώνας της οποίας παρουσίαζε μεγάλη συρρίκνωση εξαιτίας νέων καλλιεργειών (ροδάκινα, μήλα). Ενθάρρυναν τους γεωργούς να φυτέψουν νέα αμπέλια, Ξινόμαυρο και Νεγκόσκα. Βρήκαν την έκταση στο Γιαννακοχώρι και προχώρησαν στην εκρίζωση των θάμνων και τη μετατροπή της σε αμπελώνα. Ήταν μια τεράστια επένδυση, πρωτοποριακή για την εποχή της. Πολλοί τότε μίλησαν για μια «τρέλα». Έτσι, όμως, στήθηκε ένας πρότυπος αμπελώνας με Ξινόμαυρο. «Δεν είναι δυνατόν να φτιάξεις εξαιρετικό κρασί εάν δεν το παραγάγεις στον τόπο του. Αυτή ήταν ανέκαθεν η φιλοσοφία μας», συνεχίζει ο κ. Μπουτάρης και κάπως έτσι (αφού το 1967 έχει χτιστεί το οινοποιείο στη Στενήμαχο Νάουσας, «καρδιά» έως σήμερα της παραγωγής της εταιρείας, και το 1984 ένα ακόμα, στη Γουμένισσα) φτάνουμε στο 1989, όταν ξεκινά η λειτουργία του -πολυβραβευμένου για την αρχιτεκτονική του- οινοποιείου στη Σαντορίνη. «Η Σαντορίνη ήταν ακόμα τότε η πηγή του κακού χύμα κρασιού που έπινε όλη η Αθήνα· έφτανε σε βυτία και έπειτα από διάφορες αναμείξεις διοχετευόταν κυρίως σε ταβέρνες. Εμείς αναδείξαμε ξανά το Ασύρτικο. Κάναμε πειραματικές οινοποιήσεις Μαυροτράγανου. Ανοίξαμε για το νησί -αλλά και για όλη τη χώρα- το “κεφάλαιο” του οινοτουρισμού. Αργότερα, με την ίδια λογική, πήγαμε στην Κρήτη, όπου οι γηγενείς ποικιλίες ήταν σχεδόν εγκαταλελειμμένες».
Το βραβευμένο για την αρχιτεκτονική του οινοποιείο της Σαντορίνης, το οποίο άρχισε να λειτουργεί το 1989.
Από τις Αρχάνες στο Languedoc
Το οινοποιείο στο Σκαλάνι, λίγο έξω από το Ηράκλειο, είναι πραγματικό κόσμημα στην αμπελουργική ζώνη Αρχάνες. Περιβάλλεται από το Κτήμα Φανταξομέτοχο, έναν εντυπωσιακό αμπελώνα 70 στρεμμάτων, που χάρη στην ιδιαίτερα προσεγμένη επιλογή της τοποθεσίας, προστατεύεται από το λίβα, τον θερμό νότιο άνεμο του καλοκαιριού. Ταυτόχρονα, δέχεται τα δροσερά μελτέμια από το Κρητικό πέλαγος. «Αποκτήσαμε ένα ευρύ δίκτυο παραγωγής για να βγάζουμε διαφορετικά κρασιά, το καθένα με τη δική του προσωπικότητα και αρμονία», συμπληρώνει ο Κωνσταντίνος Μπουτάρης. «Σε δύο πράγματα δεν κάνουμε εκπτώσεις: στη βαθιά γνώση της παραγωγής και της ποικιλίας και στην ενδελεχή έρευνα στο οινοποιητικό κομμάτι. Το Σκαλάνι χρειάστηκε 12 χρόνια πειραματισμών για να βγει στην αγορά. Υπερβολές, θα πει ίσως κάποιος. Όμως, μόνο έτσι βγαίνουν τα μεγάλα κρασιά».
Με τον ίδιο τρόπο οι αδελφοί Μπουτάρη σκέφτηκαν να αναπτυχθούν και εκτός Ελλαδος, σε χώρες αναγνωρίσιμες για τα κρασιά τους. Το 1990 προσπάθησαν να αγοράσουν έναν μεγάλο αμπελώνα στη Νάπα της Καλιφόρνια. «Φτάσαμε στο παραπέντε. Τελικά η συμφωνία δεν ευοδώθηκε. Έμελλε, όμως, να βρεθούμε στο Languedoc της Γαλλίας. Αγοράσαμε το Domaine de Mayrac, ένα οινοποιείο με αμπελώνα 700 στρεμμάτων, γιατί πιστεύουμε ότι θα αποτελέσει ένα σημαντικό εργαλείο για την εκτός Ελλάδος ανάπτυξη».
Βέβαια, στη λαμπρή πορεία της εταιρείας έχουν προηγηθεί και άλλοι σημαντικοί σταθμοί. Το 1991, με την αγορά της ιστορικής οινοποιίας Καμπά, ο όμιλος Μπουτάρη επεκτείνει την παρουσία του στη Μαντινεία αλλά και στην Αττική, με το Κτήμα Μάτσα. «Με τη Ρωξάνη Μάτσα, μια αυθεντική αμπελοκαλλιεργήτρια, που αγαπά τόσο πολύ τη γη και τον αμπελώνα -και, φυσικά, την ιστορία της, αφού είναι απόγονος των Καμπάδων- κάνουμε εξαιρετικά πράγματα», τονίζει ο κ. Μπουτάρης.
Κτήμα Ρωξάνης Μάτσα. Ένας ιστορικός αμπελώνας καλλιεργείται από την παθιασμένη με το κρασί απόγονο του Ανδρέα Καμπά.
Καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση
Η κουβέντα μας περνάει από την οδυνηρή περίοδο (1995) που ο Γιάννης και ο Κωνσταντίνος Μπουτάρης αποφάσισαν να ακολουθήσουν, στο εξής, καθένας το δρόμο του («κάθε εταιρεία έχει τις άτυχες στιγμές της») και φτάνει στο σήμερα: στην κρίση και στα παρελκόμενά της. «Δεν πρέπει να αισθανόμαστε υπερήφανοι για το PSI, για το γεγονός δηλαδή ότι δεν πληρώσαμε τους πιστωτές μας. Πρέπει, λοιπόν, να τους πούμε ταπεινά “ευχαριστώ” που μας βοήθησαν -χάνοντας πολλά χρήματα- και να συνεχίσουμε, με πείσμα, επιδιώκοντας ως λαός και ως πολιτική ηγεσία να φέρουμε τα πάνω κάτω: να απογοητεύσουμε και να διαψεύσουμε όσους μας θεωρούν ξεγραμμένους», συνεχίζει ο διευθύνων σύμβουλος της «Μπουτάρης Οινοποιητική».
Την άποψή του συμμερίζονται και οι κόρες του: η σπουδαγμένη στις ΗΠΑ Μαρίνα, η οποία από το 1995 που τελείωσε τις σπουδές της έχει περάσει από διάφο- ρα πόστα και σήμερα είναι διευθύντρια Marketing, και η Χριστίνα, υπεύθυνη για τις εξαγωγές σε Αμερική και Αυστραλία. Μου μιλούν με ενθουσιασμό για τα νέα προϊόντα: το Σημείο Στίξης (τρεις ετικέτες), το Pink Kong και το Romeo & Juliet. Στην επέλαση του χύμα, η δική τους εταιρεία αμύνεται... επιτιθέμενη! Από τον πατέρα τους, πέρα από εκείνα που αφορούν το κρασί, έχουν διδαχθεί κάτι πολύ σημαντικό. «Ότι δεν πρέπει να τα παρατάω, όσες δυσκολίες και αν αντιμετωπίζω με κάτι», λέει η Μαρίνα. «Ποτέ να μη δέχομαι το “όχι”. Όλα γίνονται αν το θέλεις πραγματικά», συμπληρώνει η Χριστίνα.
Σημείο Στίξης. Οι τρεις ετικέτες μιας ολοκαίνουργιας σειράς.
Κι ενώ εκείνος τις καμαρώνει από την άκρη του τραπεζιού, κλείνουμε τη συζήτηση με μια ανάμνηση από τα παιδικά τους χρόνια. «Την εποχή που μεσουρανούσε το Lac des Roches, βγαίναμε για φαγητό σε ταβέρνες ή εστιατόρια, και ο πατέρας μάς έβαζε να μετρήσουμε πό- σες φιάλες του υπήρχαν πάνω στα τραπέζια. “Όσο πιο πολλά μπουκάλια μετρήσατε, τόσο περισσότερα δώρα θα μπορέσω να σας πάρω”, έλεγε. Κι ευτυχώς, εκείνα τα χρόνια τα Lac des Roches ήταν πολλά...»
Η ταυτότητα της Οινοποιίας Μπουτάρη
Οινοποιεία: 6 στην Ελλάδα και 1 στη Γαλλία
Αμπελώνες: 1.000 ιδιόκτητα στρέμματα σε Μαντινεία, Κρήτη, Σαντορίνη, Γουμένισσα και Languedoc (Nότια Γαλλία) και 1.500 στρέμματα συμβεβλημένων αμπελώνων.
Ετήσια παραγωγή: 4,75 εκατ. λίτρα κρασί
Ετικέτες: 60
Αριθμός εργαζομένων 122
Εξαγωγές: το 47% της παραγωγής, σε 35 χώρες
Πρόεδρος Δ.Σ. ΚΑΙ Διευθύνων Σύμβουλος: Κωνσταντίνος Μπουτάρης
Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής: Γιώργος Σαλάχας
Διευθύντρια Marketing: Μαρίνα Μπουτάρη
Area Managers Εξαγωγών: Χριστίνα Μπουτάρη (Αμερική, Αυστραλία, Ωκεανία), Κωνσταντίνος Κοκκινοπλίτης (Ευρώπη, Ασία, Αφρική)
Διευθυντής Διασφάλισης Ποιότητας: Παναγιώτης Δημητρίου
Οινολογική Ομάδα
Αρχι-οινολόγος: Δρ Γιάννης Βογιατζής
Αμπελουργικό: Δημήτρης Τάσκος
Οινοποιείο Νάουσας: Γιώργος Κανελίδης, Βασίλης Γεωργίου
Οινοποιείο Μαντινείας: Παρασκευάς Ευαγγελίου, Αλέξανδρος Τζαχρίστας
Οινοποιείο Σαντορίνης: Πέτρος Βαμβακούσης, Ιωάννα Βαμβακούρη
Οινοποιείο Κρήτης: Βιβή Παπασπύρου, Ιωάννης Κωνσταντάκης
Κτήμα Μάτσα: Ρωξάνη Μάτσα
Οινοποιείο Mayrac, Γαλλία: Laurent Vives
Διακρίσεις
15 χρόνια «Οινοποιείο της Χρονιάς» (από το παγκοσμίου φήμης περιοδικό «Wine & Spirits»), Ευρωπαϊκό Οινοποιείο της Χρονιάς 2008, Superbrand (2012, 2010, 2008, 2006). Την τελευταία δεκαετία, τα κρασιά Μπουτάρη έχουν πάρει περισσότερα από 400 βραβεία σε διεθνείς διαγωνισμούς.
Διαβάστε περισσότερα στο www.oinoxoos.net