Η γνωστή δημοσιογράφος του ΣΚΑΪ δηλώνει παραδοσιακή γυναίκα. Μαγειρεύει για να προσφέρει, δεν πτοείται από τις αποτυχίες και πάντα επιστρέφει στις λιτές, καθαρές γεύσεις.
«Μια κουβέντα περί φαγητού πρέπει να γίνει γύρω από ένα τραπέζι». Συμφώνησα. Συναντηθήκαμε στο κυλικείο της «Καθημερινής» και του ΣΚΑΪ. Μεσημέρι, ώρα φαγητού. Η σχέση της με τη μαγειρική είναι ιδιαίτερη, ερωτική. Σχέση προσφοράς και ταυτόχρονα ψυχοθεραπεία. «Μου είχε πει η Γαλάνη σε μια συνέντευξη: “Τρέμω τι συμβαίνει στο μυαλό μιας γυναίκας πάνω από την κατσαρόλα”. Συνειδητοποίησα ότι αυτό συμβαίνει με εμένα. Εκείνη την ώρα επεξεργάζομαι όλες τις σκοτεινές και φωτεινές σκέψεις, τις ιδέες, τις στιγμές και τις σκηνές της ημέρας».
Θεωρεί το καλό φαγητό μία από τις ηδονές της ζωής και το μαγείρεμα τρόπο έκφρασης. Παραδέχεται ότι ενέχει και μια δόση εγωισμού. «Το κάνω για να βλέπω στο πρόσωπο των άλλων την ευχαρίστηση και να ακούσω μετά το “μπράβο”». Με το «σπορ» ασχολείται από τα φοιτητικά της χρόνια και λίγο αργότερα, στα 29 της, όταν έφυγε από την οικογενειακή εστία και άρχισε να ζει μόνη της. Κάθε βράδυ σχεδόν μαζεύονταν φίλοι στο σπίτι. Εκτοτε μπήκε σε μια διαδικασία μύησης που δεν σταμάτησε ποτέ. «Δεν νομίζω να υπάρχει άλλος που να έχει ανοίξει τόσες φορές ζύμη για φύλλο και να το έχει πετάξει γιατί είναι τούβλο». Είναι επίσης παροιμιώδης η αδεξιότητά της με τα γλυκά. Αντιθέτως, φτιάχνει πολύ ωραία μπιφτέκια, μακαρονάδα με κιμά (το αγαπημένο της) και πολίτικα γεμιστά με μια παλιά συνταγή που της είχε δώσει ο Ηλίας Μαμαλάκης. «Η μεγαλύτερή μου γουρουνιά είναι να ξυπνάω τη νύχτα, να πηγαίνω στο ψυγείο, να παίρνω το παγωμένο γεμιστό με το χέρι και να το δαγκώνω σαν μήλο». Της αρέσουν οι απλές γεύσεις και το σιγανό μαγείρεμα: «Μόνο έτσι νοστιμίζει το φαγητό».
Μεγαλώνοντας, το σπίτι τους ήταν δίπλα στης γιαγιάς της. Σήμερα, και η ίδια μένει δίπλα στη μητέρα της. Το μαμαδίστικο φαγητό θεωρεί ότι δεν το ξεπερνάς ποτέ. Στο Βιδαίικο οι Κυριακές είναι ιεροτελεστία. «Μαζευόμαστε τρεις οικογένειες. Η αδερφή μου, η μαμά μου κι εγώ με την κόρη μου. Τρία διαφορετικά φαγητά, τρεις διαφορετικές κατσαρόλες, τρία διαφορετικά ταψιά. Είναι υπερβολή όλο αυτό, αλλά έτσι έχουμε μάθει. Αυτό είναι το δέσιμο της οικογένειας. Και τι είναι το σπίτι αν όχι η μυρωδιά του φαγητού;».
Που ψωνίζει, που τρώει
«Κρέας ψωνίζω από διάφορα κρεοπωλεία, αλλά το αρνί συνήθως μας το στέλνουν από την Τήνο, το νησί του πατέρα μου, από όπου παίρνω επίσης λούζες και τυριά. Εξαιρετικό παντοπωλείο είναι το Παραδοσιακό Μπακάλικο του Βογιατζιδάκη στην Ηλιούπουλη (Πλ. 28ης Οκτωβρίου 2, Τ/210-99.54.500). Ψωμί παίρνω από τον φούρνο του Σοφούλη στην Ανω Γλυφάδα. Για μπαχαρικά πηγαίνω στην Ευριπίδου. Εκεί, απέναντι από τον Αραπιάν και τον Μιράν βρίσκεται κι ένας με ζύμες – ψωνίζω οτιδήποτε έχει να κάνει με φύλλο». Από εστιατόρια; «Δεν μου αρέσουν τα trendy μαγαζιά με τη δυνατή μουσική. Προτιμώ πιο ζεστούς και μικρούς χώρους, όπως τα Γιουβετσάκια στην Ανω Γλυφάδα (Ιθώμης 20, T/210-96.48.081), που έχει απλό φαγητό και εξαιρετικό ψητό συκώτι. Την πιο ωραία κακαβιά και το φρεσκότερο ψάρι τα έχω φάει στο Αγνάντι, στο Θυμάρι (55ο χλμ. Αθηνών-Σουνίου, Τ/6977-344.309). Για σουβλάκι, με κλειστά τα μάτια στα κορίτσια στο Κουκάκι (Δράκου 16, Τ/210-92.25.648). Το μπιφτέκι τους είναι must. Για κρέας στο Ark (Γρ. Λαμπράκη 2, Αστέρια Γλυφάδας, Τ/210-89.48.882) με εξαιρετική θέα και μουσική, και στο Moouu (Φοίβης 17, Γλυφάδα, T/211-40.96.295) που κάνει πολύ ωραίο rib eye».