Με τα hashtags του κάνεις καινούργιο συκώτι, το ίδιο και με τις μικρές συναρπαστικές ιστορίες που ποστάρει στο facebook, λεπτομέρειες της προσωπικής και επαγγελματικής του ζωής. Το αγαπημένο μου ποστ; «Σερβίρουμε το καλύτερο νερό στην Αθήνα!» Μα καλά, θα μου πείτε, έτσι διαφημίζει τη δουλειά του στην μπάρα που… φροντίζει; Ετσι και... χειρότερα. Εξηγούμαι: δεν πρέπει να υπάρχει αυτήν τη στιγμή στην Αθήνα πιο «μουρλός» μπαρτέντερ από τον Αλέξανδρο Γκικόπουλο. Δίνει καθημερινά παράσταση, τσαλακώνεται, αυτοσαρκάζεται, γελάει δυνατά, είναι καυστικός, πειραχτήρι.
Επίσης, σε ακούει και σε θυμάται. Οπως οι παλιοί μπάρμεν. Φεύγεις άλλος άνθρωπος. Επίσης, είναι σπουδαίος «αναμείκτης», αν και τα ποτά δεν τα παίρνει πολύ στα σοβαρά. Ψέματα, δουλεύει πολύ, και πολύ σοβαρά, όμως δεν κοκορεύεται για την τάδε και τη δείνα δημιουργία του. «Δεν είναι επιστήμη τα κοκτέιλ, μην τρελαθούμε». Και, μεταξύ μας, τα ποτά του είναι από τα καλύτερα που θα πιεις στην πόλη. Γιατί είναι κανονικά. Ποτά για να τα πιεις και να τα ευχαριστηθείς. Χωρίς να τους λείπει η φαντασία και η πρωτοτυπία, έχουν μια κλασική ας πούμε νοστιμιά. Και είναι ταξιδιάρικα.
Μπάρμαν έγινε από σπόντα. Τέλειωσε λογιστής στη Χαλκίδα. Ενόσω σπούδαζε, δούλευε σε μια κατασκευαστική, λεπτό δεν κάθισε. Μια παραμονή Πρωτοχρονιάς χρειάστηκε να καλύψει τη βάρδια σερβιτόρου σε ένα μπαρ στο οποίο σύχναζε. Αυτό ήταν. Μετά πέρασε πίσω από την μπάρα, άρχισε να δοκιμάζει συνδυασμούς και αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του στο χώρο. Στα χρόνια που ακολούθησαν πέρασε από δυνατά μπαρ των Αθηνών, Αψέντι, Pere Ubu, Underdog. Πριν από δύο χρόνια ένα κοκτέιλ του βγήκε στα 100 καλύτερα του κόσμου. Εδώ και ένα χρόνο φτιάχνει το «μενού» στο Drunk Sinatra στο Σύνταγμα, στη Θησέως. Εκεί, στο βάθος της στοάς, έστησε το δικό του κονάκι, το Rehab. Εχει κοινό και ρεύμα.
Πέντε από τα οχτώ κοκτέιλ που φτιάχνει εκεί είναι build up, φτιάχνονται μες στο ποτήρι, δεν τα χτυπάει στο σέικερ. Δύο τα ρολάρει (σ.σ. τα περνάει από σέικερ σε σέικερ), το τελευταίο είναι χτυπητό. Κάθε ποτό έχει το κόλπο του. Ποια είναι τα μυστικά του καλού κοκτέιλ; «Οι πρώτες ύλες. Τα καλά ποτά, τα φρεσκοστυμμένα πορτοκάλια, λεμόνια, λάιμ. Ο πάγος παίζει πάρα πολύ σημαντικό ρόλο, η ποιότητα, η ποσότητα. Δεν θέλουμε το στιγμιαίο νέρωμα. Το ποτήρι επίσης, μου αρέσουν τα λεπτά ποτήρια, η κόψη του ποτηριού στο στόμα». Αγαπά το ρούμι agricole*, το campari με σόδα, το daiquiri, την μπίρα Guiness. Και το κονιάκ. «Είναι ΤΟ ποτό μαζί με τη σαμπάνια».
Στο άμεσο μέλλον θα φτιάξει ένα κοινό μενού για τα δύο μπαρ. Μάλλον κοκτέιλ με διάφορα χρώματα, μου λέει. Του λέω την άποψή μου για τα τεχνητά χρώματα. Λίγες μέρες μετά, μιλάμε στο τηλέφωνο. «Τελικά, δεν θα βάλω χρωστικές στα ποτά. Δεν υπάρχει λόγος».
Κοκτέιλ στο πι+φι
Ti’ Punch (παραλλαγή του daiquiri):
Παγώνεις στην κατάψυξη ένα ρούμι agricole*. Βάζεις 50 ml σε χαμηλό ποτήρι και συμπληρώνεις με 30 ml λάιμ και 15 ml σιρόπι ζάχαρης. Αλείφεις το χείλος του ποτηριού με λίγο λάιμ. Σερβίρεις το ποτό μαζί με ένα μεγάλο ποτήρι τιγκαρισμένο με πάγο και παγωμένο νερό.
Το απολαμβάνεις ως εξής: Πίνεις μια γουλιά ποτό, δυο γουλιές νερό κ.ο.κ. Είναι τέλειο πριν από BBQ. Μετά τα κοψίδια, φτιάχνεις το ίδιο ποτό με ένα παλαιωμένο ρούμι.
*Ρούμι που προέρχεται από την απόσταξη του φρέσκου χυμού των ζαχαροκάλαμων και όχι από μελάσα - όπως τα βιομηχανικού τύπου ρούμια. Είναι φρέσκο και «επιθετικό», με αρκετούς αλκοολικούς βαθμούς (≥50%).