Κείμενο: Καλλιόπη Πατέρα
Προσφάτως μάς έφεραν στον Γαστρονόμο να δοκιμάσουμε ένα νέο ελαιόλαδο, βιολογικής παραγωγής και ψυχρής εκθλίψεως. Καλής ποιότητος προϊόν, όπως είναι εξάλλου και η πλειοψηφία των προσεγμένων ελληνικών λαδιών.
Εκτός από το λάδι αυτό καθ’ αυτό, μάς ρώτησαν και την γνώμη μας για την συσκευασία. «Πολυτελής», αδιαφανής, μονόχρωμη, με ένα σχεδιασμένο αφαιρετικά φύλλο ελιάς. Το συζητήσαμε μεταξύ μας και καταλήξαμε σε κάποιες παρατηρήσεις, προς σκέψιν. Δεν είμαστε marketeers, ούτε ειδικοί, αλλά η συσκευασία αυτή θα μπορούσε να περικλείει κάλλιστα μια ιαπωνική κολώνια, ένα αυστραλιανό λικέρ και ένα αμερικανικό αποσμητικό. Τίποτα δεν μετέφερε κάποια «αίσθηση» για τον τόπο και το προϊόν. Αλλά όταν πουλάς λάδι πουλάς στην ουσία Κρήτη, Πελοπόνησο, Λέσβο κ.λπ., τόπους που κουβαλούν τον μύθο της ελιάς. Αλλιώς γιατί να σε προτιμήσει ο καταναλωτής αν δεν του μεταδώσεις μια «ιστορία»; Τα λάδια μας όπως και τα καλά ιταλικά και ισπανικά λάδια είναι όλα από ένα επίπεδο και επάνω και για καταναλωτές που δεν έχουν τη σχέση που έχουν οι μεσογειακοί λαοί με το λάδι, η επιλογή εξαρτάται από τον τρόπο πώλησης. Από τον «μύθο» που συνοδεύει το προϊόν, και όχι με λόγια αλλά μέσω της συσκευασίας. Το παράδειγμα της Gaea, που είναι το τρίτο ελαιόλαδο στη γερμανική αγορά, είναι χαρακτηριστικό. Στην ετικέτα της έχει έναν Κρητικό με κεφαλομάντηλο. Το πρώτο (ανάμεσα στα ελληνικά) ελαιόλαδο στην αγγλική αγορά είναι η Ιλιάδα της Αγροβίμ. Πολύ μοντέρνο μπουκάλι από κασσίτερο, αλλά ονοματισμένο έτσι ώστε να παραπέμπει ευθέως στην Ελλάδα.
Αυτό που θέλουμε να πούμε δεν είναι να επιστρέψουμε στους τσολιάδες και στους κίονες, αλλά να διατηρήσουμε με κάποιο τρόπο την ιδιοπροσωπία του λαδιού μας.