Κείμενο: Βασίλης Μασσέλος
Η θερμοκηπιακή παραγωγή έχει καθοριστική σημασία για την ανάπτυξη και την επιβίωση των καλλιεργειών σε τοπικό και σε διεθνές επίπεδο. Ετσι, το εκτεταμένο πεδίο, το οποίο ξεκινάει από τη Θεσσαλονίκη και κλείνει στην Αλεξανδρούπολη, έχει τα χαρακτηριστικά να εξελιχθεί σε σύγχρονη και καινοτόμο ζώνη. Γράφει η Βασιλική Χρυσοστομίδου.
Δεν χωράει αμφιβολία πως η ανάπτυξη και αξιοποίηση ανανεώσιμων εναλλακτικών μορφών ενέργειας με χαμηλότερο κόστος και μικρότερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα αποτελούν τη σύγχρονη πρόκληση για τον ελληνικό πρωτογενή τομέα, είτε της φυτικής ή ζωικής παραγωγής είτε της ιχθυοπαραγωγής.
Εναρμονισμένη με το συγκεκριμένο σκεπτικό, η ένταξη της γεωθερμίας στην παραγωγική αυτή διαδικασία μοιάζει πιο επιβεβλημένη από ποτέ. Με το κόστος κατανάλωσης της ενέργειας να είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων αλλά και τη διαμόρφωση του εισοδήματος των παραγωγών, ειδικά εξαιτίας της αντιμετώπισης ενδεχόμενων διακυμάνσεων, όπως συνέβη τα τελευταία χρόνια, η μείωση του κόστους αυτού αποτελεί ένα διαρκές ζητούμενο. Ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπως η παραγωγή θερμοκηπιακών κηπευτικών εκτός εποχής, όπου το κόστος ενέργειας αντιστοιχεί σε σημαντικό ποσοστό του συνολικού κόστους παραγωγής, επομένως έχει καθοριστική σημασία στην ανάπτυξη και επιβίωση τέτοιων καλλιεργειών ανταγωνιστικά, σε τοπικό και διεθνές επίπεδο.
Αφουγκραζόμενα τις υφιστάμενες ανάγκες, τα υπουργεία Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (ΥΠΑΑΤ) και Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής ανέλαβαν πρωτοβουλία: σύμφωνα με τον κ. Μόσχο Κορασίδη, γεωπόνο, γραμματέα Τομέα Ανάπτυξης της Υπαίθρου του ΠΑΣΟΚ, πρώην γεν. γραμματέα ΥΠΑΑΤ, «η δυσκαμψία στην ενοικίαση δημόσιων εκτάσεων που είναι πάνω ή κοντά στα γεωθερμικά πεδία, για την εγκατάσταση των επενδύσεων, επιλύθηκε από το 2013 με συστηματική δράση των δύο υπουργείων. Τότε ξεκίνησε η συστηματική αξιοποίηση του υψηλής ποιότητας γεωθερμικού πεδίου του Νέστου από σοβαρούς επενδυτές, όπως τα Πλαστικά Καβάλας και η ΕΛΑΣΤΡΟΝ στον Ερασμο Ξάνθης, 200 περίπου στρεμμάτων θερμοκηπίων. Το εκτεταμένο αυτό πεδίο, το οποίο ξεκινάει από τα ανατολικά της Θεσσαλονίκης και κλείνει στην Αλεξανδρούπολη, έχει τα χαρακτηριστικά να εξελιχθεί σε μια σύγχρονη και καινοτόμο ζώνη χρήσης της γεωθερμίας στον πρωτογενή τομέα και κυρίως σε ζώνη θερμοκηπιακών καλλιεργειών, που μπορεί να αξιοποιήσει άμεσα και κατόπιν δημοπρασίας τις δημόσιες εκτάσεις του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων για την παραγωγή κηπευτικών υψηλής ποιότητας. Ακόμη καλύτερα αποτελέσματα θα υπάρχουν μάλιστα, αν η γεωθερμία συνδυαστεί με νέες μορφές θερμοκηπιακών μεθόδων καλλιέργειας, όπως υδροπονίας ή αεροπονίας. Τα ερευνητικά και πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας διαθέτουν υψηλής ποιότητας τεχνογνωσία για την υποβοήθηση δημιουργίας αυτής της ζώνης». Το καλό γεωθερμικό πεδίο, το άφθονο ζεστό νερό, δηλαδή, με το οποίο θα θερμαίνονται τα θερμοκήπια προκειμένου να παραγάγουν χιλιάδες τόνους εξαιρετικής ποιότητας εξαγώγιμων κηπευτικών για τις αγορές της Ανατολικής Ευρώπης, θεωρείται «στρατηγικό» πλεονέκτημα των επενδυτικών επιχειρήσεων. «Τη γεωστρατηγική σπουδαιότητα της περιοχής ενισχύει το γεγονός ότι η συγκεκριμένη ζώνη γεωθερμικών θερμοκηπίων βρίσκεται στον Βορρά, πάνω στους άξονες της Εγνατίας, κοντά στα αεροδρόμια και στα λιμάνια της Θεσσαλονίκης, της Καβάλας και της Αλεξανδρούπολης, με εύκολη πρόσβαση στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, των Βαλκανίων, της Μ. Ανατολής, ενώ αναμφίβολα θετική θα είναι η συνδυαστική με τη γεωθερμία χρήση του φυσικού αερίου μέσω του αγωγού ΤΑΡ», προσθέτει ο κ. Κορασίδης.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στη www.kathimerini.gr.