Κείμενο: Εύωχος
Θαύμαζα τις προάλλες μια εξαιρετική και ολόφρεσκια πάστα αμυγδάλου στη βιτρίνα της «Στάνης» στην οδό Κοτοπούλη (παλαιά Ιωνος), κάτω από την πάλαι ποτέ ελληνική Ομόνοια, και ήρθαν στο νου μου εικόνες, γεύσεις και ευωδιές από ζαχαροπλαστεία στις γειτονιές των Αθηνών του Μεταπολέμου. Τότε που το λιτό, λιτότατο εισόδημα των λαϊκών τάξεων υπαγόρευε άλλα γούστα, άλλες προτιμήσεις και άλλες επιλογές. Τότε που τα καλοκαιρινά απογεύματα τα γκαρσόνια των καφενείων και των ζαχαροπλαστείων κατάβρεχαν με το ποτιστήρι ή το λάστιχο τους σκονισμένους ή τους φρεσκοστρωμένους με άσφαλτο δρόμους, τοποθετούσαν σε πεζοδρόμια, δημοτικά κηπάρια και άχτιστα όμορα οικόπεδα τραπεζάκια και καρέκλες ή πολυθρόνες με πράσινο πανί (αυτές που λέμε τώρα του σκηνοθέτη) και περίμεναν τους πελάτες: ζευγαράκια, νιόπαντρους, οικογένειες με τα μωρά στο καροτσάκι, παιδάκια με ποδήλατα...
Και οι παραγγελίες απλές· πάστες, γκαζόζες, πορτοκαλάδες, sinalco...
Αλλά με πόση έμφαση φώναζε τις παραγγελίες το γκαρσόνι στον μπουφετζή, για να δείξει σε πελάτες και ανταγωνιστές ότι το μαγαζί «πουλάει κάργα»: Μία σοκολατίνα! Μία αμυγδάλου! Ενα κασάτο με σιρόπι! Μία γκαζόζα με βύσσινο!
Με τόσα και τέτοια ολίγα περνούσαν οι Αθηναίοι των συνοικιών τα καλοκαιρινά τους βράδια. Και συζητούσαν για τον Μπέμπη, τον Μουράτη, τον Πούλη, τον Λαζαρίδη, τον Παπαντωνίου, τον Πανάκη, τον Γιώργο και τον Αριστείδη Καμάρα. Συζητούσαν για τον Παπάγο, τον Μαρκεζίνη και τους άλλους. Για τους δραπέτες των Βούρλων. Για τη Σοφία Λόρεν, τη Σιλβάνα Μάγκανο και την Τζίνα Λολομπρίτζιτα. Για τον Αμεντέο Νατσάρι και τον Ραλφ Βαλόνε. Για τον Νέζερ και τον Καλλέργη. Για τον Γούναρη και τον Πατέτσο. Για τη Βασιλειάδου και τον Αυλωνίτη, τον Φωτόπουλο και τον Ρίζο. Για τον Ζαζά και τον Απόλλωνα Γαβριηλίδη. Για τη Βέμπο και τη Στέλλα Γκρέκα. Για τη Χοντρή του «Θησαυρού» και τον Ζαχαρία της. Για τον Ταρζάν και τον Κοκοβιό. Για τον Γιώργο Οικονομίδη και τη Ρένα Ντορ. Για τον Καρπόζηλο και τον Λαμπράκη, τον Μπόρα και τον Πρίμο Καρνέρα. Για τη Νίνου και τη Χρυσάφη.
Ηταν άλλοι, δύσκολοι καιροί· όμως, μια λεμονάδα ή ένα κασάτο αρκούσε για να ευφρανθείς και να ελπίζεις σε μέρες και νύχτες καλύτερες