Κείμενο: Εύωχος
Φωτογραφία: Shutterstock
«Ένα παγωτό χωνάκι / κρέμα, φράουλα, σοκολάτα / δρόσισ’ όλο το δρομάκι / τι ’ν’ τα νιάτα, τι ’ν’ τα νιάτα.» Ετσι συνοψίζει ο Ρίτσος –αν δεν με απατά η μνήμη– το θαυμαστό μικρόκοσμο του παγωτού στην καλοκαιρινή πόλη, σ’ ένα ποίημα που μελοποίησε ο Σπήλιος Μεντής και ερμήνευσε η Γιοβάνα, τότε, στη δεκαετία του ’60. Μια εποχή, όπου το ιταλογενές «γιάτσο» είχε πλέον χαθεί από το στόμα των παιδιών και είχε δώσει τη θέση του στο παγωτό, στο ξυλάκι, το κυπελλάκι, το χωνάκι και αργότερα στον πύραυλο, πριν αποδυναμωθεί και αυτό από την εισβολή του εξ Εσπερίας «τζελάτο», των εξωτικών σορμπέδων και των λιπαρών αγγλοσαξονικών αμαλγαμάτων.
Ο σημερινός κόσμος του παγωτού είναι πλούσιος, πολύχρωμος, πολύγευστος, πολύτροπος και τεχνηέντως ευωδιαστός, με λαμπερά περιβλήματα. Παλαιότερα ήταν απλούστερος. Η πολυχρωμία του –τουλάχιστον για το ευρύ καταναλωτικό κοινό– εξαντλούνταν στα ψιλοκομμένα φρουί γλασέ που περιείχε το θρυλικό κασάτο. Γιατί το «πες μελμπά» και το «μπανάνα σπλιτ» ήσαν οι εξαιρέσεις. Οπως εξαιρέσεις ήσαν και οι χειροκίνητες, από ξύλο και μέταλλο, παγωτομηχανές, όπως εκείνη η σουηδική, κληρονομιά από το νοικοκυριό της σιόρας Κάτε.
Βεβαίως το ότι ο κόσμος του παγωτού ήταν κάποτε απλούστερος δεν σημαίνει ότι ήταν και καλύτερος. Τον εξιδανικεύει η χρονική απόσταση, η νοσταλγία που κάνει τα παγωτά εκείνα να φαντάζουν στη μνήμη μας πιο νόστιμα. Μπορεί να συγκινεί η ανάμνηση του γεμάτου πάγο μονωμένου με φελλό καροτσιού, του θορύβου που προκαλούσαν πάνω στα χαλίκια του αθηναϊκού χωματόδρομου οι τρεις μεταλλικές ρόδες του, ο υπόκωφος ήχος που έκανε το καπάκι του, κρατώντας μακριά από τα παγωτά τη ζέστη του θερινού απογεύματος. Μπορεί σήμερα να συγκινεί η θύμιση της φωνής του παγωτατζή «Εβγα να πάρης ΕΒΓΑ», αλλά είναι σίγουρο πως σε μερικές δεκαετίες τα σημερινά παιδιά θα νοσταλγούν τις γεύσεις, τα φώτα και τις μουσικές από τις τζελατερίες των αρχών του 21ου αιώνα. Όπως εμείς τα ζαχαροπλαστεία του Κανάκη, του Δεληολάνη, του Πράπα και τη Χαρά ή το περίφημο χωνάκι του Νακ, της οδού Πανεπιστημίου, με μια από τις πρώτες μηχανές που έβγαζε περίτεχνα στριφτή την κρέμα.
Με την ίδια νοσταλγία που μας διακατέχει όταν ξαναβλέπουμε στην τηλεόραση του καθιστικού μας την παλιά εκείνη ιταλική ταινία του Ντίνο Ρίζι «Ψωμί, έρωτας και φαντασία», όπου ο Βιτόριο ντε Σίκα, ως μαρασάλο Καροτενούτο, πασχίζει να κατακτήσει την ερωτευμένη με τον Νικολίνο όμορφη χήρα νοικάρισσά του, στοργική μητέρα και ευρηματική Ντόνα Σοφία (Λόρεν). Και λίγο πριν ο μαρασάλο καταθέσει τα όπλα της γοητείας του, την κερνά, σ’ ένα παραλιακό μαγαζάκι του Σορέντο, παγωτό σερβιρισμένο σ’ εκείνα τα μικρά μεταλλικά κολονάτα ποτηράκια, που ήταν επίτηδες μικρά, όπως οι μερίδες του παγωτού, τότε στον φτωχό ακόμα μεταπολεμικά Ιταλικό Νότο του 1955...