Κείμενο: Εύωχος
Αραγε, για ποιον πελάτη του να κόβει πανσέτα αυτός ο Ρωμαίος κρεοπώλης του 2ου αιώνα; Η άγνωστη απάντηση δεν θα είχε και καμιά σημασία. Αυτό που βλέπουμε όμως στο μαρμάρινο ανάγλυφο -που σήμερα περιλαμβάνεται στη Συλλογή Γλυπτών της Δρέσδης- είναι πως σε ό,τι αφορά τη λειτουργία ενός κρεοπωλείου ορισμένα δεδομένα δεν έχουν αλλάξει. Μπορεί βέβαια τα ψυγεία να αποτρέπουν τις βαθιές αλλοιώσεις του κρέατος, μπορεί τα μέταλλα των μαχαιριών να είναι πιο αποτελεσματικά, μπορεί ζυγαριά και υπολογιστική μηχανή να είναι μια ενιαία συσκευή. Ομως, η σύζυγος του χασάπη, με φροντισμένη την κόμμωση, είναι εκεί για να αθροίσει και να βγάλει τον συνολικό λογαριασμό. Στα τσιγκέλια κρέμεται η μικρή γουρουνοκεφαλή για μια σκορδάτη πηχτή, τα λουκάνικα περιμένουν τον εσχαρέα, τα έντερα και άλλα σπλάχνα τον μάγειρο, το μπούτι του χοιρινού είναι έτοιμο να περιχυθεί με μέλι και να ριχτεί στο φούρνο και οι μπριζόλες άκοπες υπόσχονται τη γαστριμαργική απόλαυση. Το κούτσουρο -ο «πάγκος του χασάπη» που παρέδωσε στη γραμματεία μας ο Διονύσης Σαββόπουλος- δεν έχει αλλάξει από τότε. Το συναντάμε ακόμη, τρίποδο για να μένει σταθερό, στα χασάπικα της αγοράς των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης. Πίσω από τον κρεοπώλη είναι κρεμασμένος ο μεγάλος μπαλντάς και η μπαλάντζα, ίδια με αυτές που χρησιμοποιούσαν οι μανάβηδες έως λίγες δεκαετίες πριν και πριν από έναν αιώνα ακόμη οι περιφερόμενοι κρεοπώλες. Και στη λεκάνη, ασφαλώς κόκαλα και κατιμάδες για τους φτωχούς και τα σκυλιά.
Πράγματι, δεν άλλαξαν και πολλά από τότε...