Κείμενο: Εύωχος
Πόσο μόχθο, αλήθεια, έκρυβε μέσα του ένα καρβέλι ψωμί, μέχρι πριν από έναν αιώνα; Τότε ακόμα, τις πρώτες δεκαετίες του 1900, κάθε αλλαγή της τιμής του ψωμιού αποτελούσε σημαντική είδηση για τις εφημερίδες, πολιτικό και κοινωνικό πονοκέφαλο για τους πολιτικούς και, βεβαίως, ζήτημα βασικό για τα νοικοκυριά. Και τούτο γιατί το ψωμί ήταν όχι μόνο η βασική τροφή, αλλά, εν πολλοίς, και η κύρια και μόνη. Η συμμετοχή του ψωμιού στο ημερήσιο σιτηρέσιο έφτανε σε πολύ υψηλά ποσοστά, καθώς η φτώχεια και η ανέχεια καθιστούσαν άλλες τροφές -και ιδίως το κρέας και τα ψάρια- απλησίαστες για μεγάλο τμήμα του λαού των Ελλήνων. Άλλωστε και οι αμοιβές της εργασίας στις πόλεις ήσαν τόσες που μόλις κάλυπταν, αν κάλυπταν, τις στοιχειώδεις ανάγκες. Ετσι και το ποσοστό δαπάνης για το ψωμί ήταν, στα συνολικά ημερήσια έξοδα, αντιστρόφως ανάλογο του σημερινού. Η αλλαγή στην τιμή του ψωμιού ήταν «ειδησάρα» για τους πολλούς, ακόμη και τους εγγράμματους που μπορούσαν να διαβάσουν εφημερίδα.
Αυτό που εμείς σήμερα οι χορτάτοι αποφεύγουμε για να μην παχύνουμε, πριν από 100 χρόνια ακόμα ήταν απολύτως απαραίτητο. Το χειμώνα του 1915 παρουσιάστηκε στην Αθήνα και στον Πειραιά δυσχέρεια στην παρασκευή και την πώληση ψωμιού λόγω ελλείψεων και απεργίας αρτοποιών. Οι αντιδράσεις του κοινού ήσαν βίαιες. Αντιγράφω από το «Εμπρός» της 15ης Φεβρουαρίου εκείνης της χρονιάς: «Εν τη αγανακτήσει και τη παραφορά του ο έξωθεν των αρτοποιείων συγκεντρωμένος κόσμος και ματαίως αναμένων άρτους προέβη εις επιθέσεις και διαρπαγάς. [...] Τ’ αστυνομικά τμήματα έσπευσαν ν’ αποστείλωσιν επί τόπου δύναμιν χωροφυλάκων [...]. Ενώ κομμάτια, κομμάτια της προ του αρτοποιείου του κ. Ηλιοπούλου συγκεντρωμένης μεγάλης μάζης πλήθους κατά διαστήματα είχον σκορπισθή εις την οδόν Χαλκοκονδύλη συζητούντα εν απελπισία πώς θα επρομηθεύοντο άρτον του οποίου αι οικογένειαί των από της πρωίας εστερούντο, αίφνης εθεάθη διερχόμενον δίτροχον κάρρον πλήρες άρτων τους οποίους άγνωστον πού μετέφερεν. Προβάλλει τότε εκ του πλήθους ο μάλλον ζωηρός αλλά και ο περισσότερον ίσως απελπισμένος και προτείνων το πιστόλι του κατά του καρραγωγέως τον διατάσσει να σταθή. «Αν κουνηθής, σε σκότωσα.» Ο καρραγωγεύς προ της απειλής του θανάτου εκράτησε τον ίππον του και εστάθη. [...] Ολο το διεσπαρμένον κατά μήκος της οδού πλήθος και εκ διαφόρων άλλων διευθύνσεων έσπευδεν ως προς χρυσοφόρον πηγήν περί το κάρρον· το οποίον εν ριπή οφθαλμού έμεινε κενόν. [...].»
Αυτά όταν έλεγαν το ψωμί ψωμάκι. Οταν για να βγει μία οκά στάρι -Ιούλιο μήνα αλωνάρη- ο αγρότης με το παιδί του και τη γυναίκα του αλώνιζαν με το άλογο ή την αγελάδα ώρα πολλή στ’ αλωνάκι της ελπίδας.