Κείμενο: Εύωχος
Δεν έχουν οι άνθρωποι τη δυνητική αποκλειστικότητα στα φρέσκα τυριά, στα μανιάτικα λαλάγγια και στις πολυσουσαμάτες ομελέτες. Την έχουν και οι ποντικοί.
Συχνά στις συζητήσεις μας μιλάμε και για τα εθνικά φαγητά. Ετσι, εμείς οι Νεοέλληνες ταυτιζόμαστε με τη λαϊκή ρίμα «φασολάδα, φασολάδα/ τρέφεις όλη την Ελλάδα». Τους Ιταλούς τούς λέμε μακαρονάδες, τους Γερμανούς τούς φανταζόμαστε να επιθυμούν το χοιρομέρι, τους Γάλλους τούς θέλουμε τυροφάγους και οινοπότες, και πάει λέγοντας, για να συνωστισθούν παγκοσμίως οι νεότεροι μπροστά στους πάγκους των αμερικανικών αλυσίδων μπέργκερ (για τα οποία, ιδιαίτερα τους Αμβουργέζους, ο εβδομηκοντούτης Εύωχος τρελαίνεται).
Διατροφικές διαφοροποιήσεις παρουσιάζονται και στα ζώα και γενικά σε όλα τα έμβια όντα, ανάλογα με τις συνθήκες διαβίωσής τους, το μέγεθός τους, τις δυνατότητές τους, είτε είναι ελεύθερα είτε είναι σκλαβωμένα στη δούλεψή μας ή στη διασκέδασή μας.
Έτσι, λοιπόν, και ο ποντικός ονόματι Ψιχάρπαγας (δηλαδή αυτός που αρπάζει τις ψίχες) τρώει διαφορετικά από τον βάτραχο τον ονομαζόμενο Φυσίγναθο (τον φουσκομάγουλο). Διαβάστε πώς καυχιέται ο πρώτος στον δεύτερο:
Η εδική μου δίαιτα όμοιά ’ναι των ανθρώπων
Εσύ στο ύδωρ κατοικείς, κ’ εκεί ’ναι η ζωή σου,
Εκ του νερού τα βότανα γίνεται η τροφή σου.
Εγώ, απ’ όσα βρίσκονται στα σπίτια των ανθρώπων,
Απ’ όλα τρώγω θαρρετά, χωρίς κανέναν κόπον.
Δεν με λανθάνει το ψωμί το καλοζυμωμένο,
Ουδ’ όμορφον λαλάγγιον, με μέλι γεναμένο,
Ουδέ καλές αυγόπητες οι πολυσουσαμάτες,
Ουδέ εκείνες οι λευκές, οπού ’νε ζαχαράτες,
Ουδέ νεόπηκτον τυρί, που κάμνουν με το γάλα,
Ουδέ μυζήθρες απαλές και τα τυρία τ’ άλλα.
Δεν με λανθάνει γλύκισμα, οπ’ όλοι τ’ αγαπούσι,
Και οι ουράνιοι θεοί άπαντες το ποθούσι,
Ουδ’ άλλα, όσα φαγητά, που βράζουν με τσουκάλια
Οι μάγειροι, που ξεύρουσι και κάνουσιν τα κάλλια
Και μέσα σ’ αυτά βάνουσι τες κάλλιες μυρωδίες,
Που φέρνουν εκ της Ινδιας και κάμνουν αρτυσίες.
Το απόσπασμα είναι από την παράφραση της «Βατραχομυομαχίας» του ψευδο-Ομήρου, που συνέθεσε σε δεκαπεντασύλλαβο ο Ζακυνθινός λόγιος του 16ου αιώνα Δημήτριος Ζένος. Για τον Ζένο και το έργο του έχει ερευνήσει και γράψει η Ιταλίδα νεοελληνίστρια Caterina Carpinato, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Βενετίας.
Αυτό που ενδιαφέρει εμάς εδώ στον «Γαστρονόμο» είναι οι αναφορές στα διάφορα εδέσματα· τα οποία δεν είναι όλα των αρχαίων καιρών. Αναφέρονται και σύγχρονα του Ζακύνθιου και στη Βενετία εγκατεστημένου παραφραστή, ο οποίος επινόησε και πρόσθεσε δικούς του στίχους. Χτυπητό παράδειγμα οι δύο τελευταίοι στίχοι του εδώ παρατιθέμενου αποσπάσματος για «τες κάλλιες μυρωδίες» που τις φέρνουν από τις Ινδίες και με αυτές «κάμνουν αρτυσίες» στα τσουκάλια τους οι μάγειροι. Πρόκειται για τις αρτυματικές ύλες, τα μπαχαρικά ή καρυκεύματα που λέμε, τα οποία, σπανιότατα στη Δύση κατά τους αρχαίους χρόνους, έφτασαν στην Ευρώπη σε ποσότητες ικανές, άρα όχι σε τιμές απόλυτα απαγορευτικές, μετά τις αποστολές των Πορτογάλων θαλασσοπόρων.
Δεν έχουν, όμως, οι άνθρωποι τη δυνητική αποκλειστικότητα στα διάφορα εδέσματα, στα φρέσκα τυριά, στα μανιάτικα λαλάγγια και στις πολυσουσαμάτες ομελέτες. Την έχουν και οι ποντικοί. Ιδίως αυτοί όπως ο Mikey, που συχνάζουν σε σπίτια εχόντων και κατεχόντων ανθρώπων και μπορούν να γευτούν ένα κομμάτι comté 42 μηνών ωρίμασης, που θα το ήθελαν πολλοί, αλλά θα το λιγουρευόταν και ο Τυρογλύφης της «Βατραχομυομαχίας», αν και αυτός κινδυνεύει να πιαστεί –για το comté– στην ξυλόγατα του Κόντε...