Κείμενο: Εύωχος
Διαβάζοντας το καινούργιο βιβλίο του φίλου Παντελή Μπουκάλα για το δημοτικό τραγούδι «Όταν το ρήμα γίνεται όνομα», στάθηκα πάνω και σε όσα νόστιμα παραθέτει με τρόπο απολαυστικό για τις πολυσύνθετες λέξεις που αναφέρονται σε εδώδιμα. Την προσοχή μου κέντρισε ιδιαίτερα ο Θεόδωρος Πτωχοπρόδρομος, παλαιά και ανολοκλήρωτη σπουδή μου από τα χρόνια του Παρισιού. Ανάμεσα σε άλλα πολλά, λοιπόν, ο Μπουκάλας παραθέτει και αποσπάσματα αυτού του «εύγευστου» δημιουργού του 12ου αιώνα. Αφορμή λοιπόν για να επιχειρήσω μια μικρή αναδρομή και να τη μοιραστώ μαζί σας, εδώ στον «Γαστρονόμο». Καταφεύγω στην έκδοση Κοραή, Παρίσι 1828.
Ο Πτωχοπρόδρομος ή μάλλον ο μοναχός Ιλαρίων απευθύνεται στον βασιλέα Μανουήλ Κομνηνό (βιβλίο Β΄) και του αναφέρει, εμμέτρως, με λόγια, όπως λέει ο ίδιος, «εύληπτα μάλλον και σαφή», τα βάσανα που περνά στο μοναστήρι από τους ηγουμένους, μια και είναι φτωχαδάκι και όχι πλουσιοκαλόγερος.
Τους καταγγέλλει στον βασιλέα πως δεν του επιτρέπουν να φάει όπως ο πλούσιος «αδελφός» λέγοντάς του: «Μη βλέπεις το τρανώτερον το μερδικόν εκείνου. / Εκείνος εν πρωτοπαπάς και συ σε κανονάρχος / [...]. / Εκείνος Δοχιάριος, συ δε κρεμμυδοφύλαξ». Δηλαδή, μη βλέπεις τη μεγάλη μερίδα που τρώει εκείνος, γιατί εκείνος είναι πρωτοπαπάς και συ χτυπάς καμπάνες, εκείνος κρατάει το παγκάρι και συ φυλάσσεις κρεμμύδια.
Και πάλι: «Αυτός ψουνίζει πάντοτε λαβράκια, φιλομήλας, / Και συ ποτέ ουκ ηγόρασες καν τορνεσίου χαβιάριν». Δηλαδή, αυτός ψωνίζει λαβράκια και συναγρίδες και συ δεν αγόρασες ποτέ ούτε μιας πεντάρας χαβιάρι.
Και του λένε και άλλα πολλά καταφρονετικά και... βρώσιμα, όπως τα παρακάτω:
«Ουκ είσαι Σεβαστού παιδίν ουδέ Κουροπαλάτου.
Σαρδαμαρίου παιδίν ήσε χαβιαροκατελύτου,
Σκουμπροπαλαμιδόπαστου εγγραυλοπαστοφάγου.
Και μην θωρείς τους βαθρακούς, τας ίσχας, τα ψησία,
Και τρέχουσιν τα σάλια σου, και συχνοκαταπίνεις.
Ουδέν ένι διαλόγου σου [...] / το τυρίν το κρητικόν [...]».
Δηλαδή, σε ελεύθερη απόδοση: Δεν είσαι παιδί πρωθυπουργού, μα ούτε και αυλάρχη, ενός μπακάλη είσαι παιδί που πουλάει τουρσιά, ταραμάδες, σκουμπριά, παλαμίδες και τρώει όλο σαρδέλες. Και μην κιαλάρεις τα βατράχια, τα γλανίδια και τα καλκάνια, και τρέχουνε τα σάλια σου και συχνοκαταπίνεις. Κι ούτε είναι για σένανε το κρητικό τυρί.
Και δεν του φτάνουν του πτωχού όλα αυτά, παρά τον διατάσσουν, όπως τους καταγγέλλει, να λούσει τον μέγα Οικονόμο και τον Ηγούμενο. κι αυτός, ο Πτωχοπρόδρομος, παίζει σκανδαλωδώς υπαινικτικά με τις παρηχήσεις των λέξεων: «Ύπαγε, λούσε σήμερα τον μέγαν Οικονόμον, / Λούσε και τον Ηγούμενον, παράστα και τους δύο. / Ο μεν προστάσσει, τρίψαι με, και τάρασσε το σκάμμα. / Ο δ’ άλλος πάλιν γέμησε, παράχυσέ με, ας εύγω». Όπου «σκάμμα» διαβάστε «σκάφη» και όπου «παράχυσέ με» διαβάστε «ξέβγαλέ με».
Και αφού κάνει όλα αυτά, ούτε κρασί δεν του δίνουνε, λέγοντάς του πως είναι ευλογία.
Έτσι μένει νηστικός και διψασμένος ο Πτωχοπρόδρομος κι αυτοί τρώνε τον περίδρομο. Το τι τρώνε ακριβώς, στο επόμενο τεύχος του «Γαστρονόμου»...