Κείμενο: Νίκος Ξυδάκης
Πάει καιρός που θέλω να γράψω δυο λόγια για τον Αλέξανδρο Γιώτη, τον πρόωρα χαμένο συνάδελφο, τον εκλεκτό γραφιά και εδεσματολόγο, τον δημοσιογράφο και ραδιοφωνικό παραγωγό, τον μάγειρα. Είχε πολλές ιδιότητες ο Αλέξανδρος, δεν περιοριζόταν εύκολα. Τον θυμήθηκα πάλι με το βραβείο που έδωσε προς τιμήν του ο «Γαστρονόμος», το κοινό μας σπίτι. Κι ύστερα βρήκα στο γραφείο μου το τελευταίο του βιβλίο, συναγμένο απ’ τα χαρτιά του και εκδομένο μετά την εκδημία του. Ίσως το καλύτερο βιβλίο του, και σίγουρα το πιο αυθεντικό. μια πολιτική, πνευματική και γαστρονομική αυτοβιογραφία, υπό τον πληθωρικό τίτλο «Πύρρος, ο Δρόμων Μάγειρος. Αρετογάστωρ Οδύσσεια».
Πληθωρικό βιβλίο, όπως ο συγγραφέας του. Ο Αλέξανδρος γράφει σε β΄ πρόσωπο τη ζωή του Πύρρωνα, «μάγειρα από πεποίθηση και πάθος». Δηλαδή, γράφει τη ζωή του. Την ξεκινά από τις αναμνήσεις στην κουζίνα της γιαγιάς του της Πολίτισσας, όπου η Ανατολή, μυρωδάτη και αισθησιακή, συναντά την αυστηρή γαλλική παράδοση της μητέρας του, Μοργκάν. Ολοκληρώνει την αφήγηση με την απόσυρσή του στην ιδιαιτέρα πατρίδα του παππού του, του αξιωματικού των πολλών πολέμων, στην Ήπειρο. Ενδιαμέσως, η Αθήνα, το Μπορντώ, η Ισπανία, η Αφρική, το Παρίσι, η Αθήνα, η Κύπρος.
Ο Πύρρων αφηγείται τη γαστρονομική του μύηση και τη μαγειρική του ενηλικίωση αξεδιάλυτα με τα πολιτικά και πνευματικά τους σύστοιχα. Τα κινήματα της δεκαετίας του ’60, οι παραδόσεις των Ισπανών φίλων της FAI και της CNT, τα διαβάσματα, η δημοσιογραφική δράση, τα πολλά ταξίδια, η εμπλοκή με την ανάδυση της ελεύθερης ραδιοφωνίας στην Ελλάδα, η πολυετής ανάμειξη με εστιατόρια και σχολές μαγειρικής, γεύσεις πικρές και γλυκές, αναμείξεις πολιτισμών και διατροφικών ηθών. Όσο πιο κοσμογυρισμένος και πολυγνώστης γίνεται ο Πύρρων, τόσο περισσότερο καταδύεται στην εντόπια παράδοση και αναζητεί τη λυδία λίθο της ελληνικής διατροφής. Βρίσκει ότι είναι επίσης χιλίων προελεύσεων συγκερασμός και αναζητά γεύσεις πέρα από στερεότυπα, ευκολίες και τεμπελιές. Έτσι πολυπρισματικός περιγράφεται και ο Πύρρων: Ορθόδοξος, πατριώτης, αναρχικός, κοσμοπολίτης. Μα έτσι ήταν ο Αλέξανδρος. Πληθωρικός, γόνιμος, λυρικός, συνθετικός. Μοναδική στιγμή στο βιβλίο η περιγραφή της ισπανικής κουζίνας, από τα τάπας της Βαρκελώνης και τη βοδινή ουρά στη χώρα των Βάσκων μέχρι τη μαγική προσέγγιση της ανδαλουσιάνικης κουζίνας, ως «φαγητό με φωτοσκιάσεις», όπου εκεί ακριβώς σκέφτεται ότι η πολυπολιτισμική εμπειρία από τους Γάλλους και τους Ισπανούς τον οδηγεί να δει εντελώς εικονοκλαστικά την ελληνική παράδοση, να φτάσει έως τις πολλές της ρίζες. Ξεφυλλίζω τις συνταγές του στο τέλος του βιβλίου, αυτές που σημαδεύουν τα ταξίδια, αυτές που σημαδεύουν την αυτοβιογραφική του αφήγηση: ταραμάς σαν μαγιονέζα, πιπεριές τουρσί, μπλανκέτ, κασουλέ, ρωσική σαλάτα, τυρόπιτα σουλιώτικη, ποτ ω φε, αμυγδαλόσουπα άχο μπλάνκο, λουβκιά με τα λάχανα. Αυθεντικός. Έτσι τον θυμάμαι.
* Αναδημοσίευση από το Γαστρονόμο, τεύχος Ιουλιου 2014.