Κείμενο: Μανίνα Ντάνου
Φωτογραφία: Βαγγέλης Ζαβός
Αν ρωτήσετε έναν παραγωγό οσπρίων με τι ψεκάζει την καλλιέργειά του, θα απαντήσει πως ψεκάζει ελάχιστα έως καθόλου και είναι μάλλον αλήθεια. Εκτός από το ότι η καλλιέργεια οσπρίων δεν έχει πολλούς και επίμονους εχθρούς στο χωράφι, η χαμηλή τιμή τους στην αγορά αποτρέπει τους παραγωγούς να ξοδέψουν χρήματα για την καταπολέμηση εχθρών με ακριβά σκευάσματα. Ετσι, τα όσπρια φτάνουν στις αποθήκες χωρίς βαρύ φορτίο χημικών. Στην αποθήκευση, όμως, μπορεί να αναπτυχθούν έντομα ή αυγά εντόμων και γι’ αυτόν το λόγο οι μεγάλες βιομηχανίες είναι υποχρεωμένες να προχωρήσουν σε απεντομώσεις με χημικά εντομοκτόνα. Τα τελευταία χρόνια έχουν τεθεί πιο αυστηρές προδιαγραφές για τα σκευάσματα που χρησιμοποιούνται, ενώ επίσης -σε αντίθεση με φρούτα και λαχανικά όπως η ντομάτα ή το μήλο που έχουν λεπτή φλούδα και ό,τι χημικό δεχτούν το απορροφούν- τα όσπρια έχουν χοντρή φλούδα και αντέχουν. Ετσι κι αλλιώς πάντως, ακόμη και βιομηχανίες συμβατικών οσπρίων καταφεύγουν πλέον σε εναλλακτικές μεθόδους απεντόμωσης, όπως μέσω θέρμανσης και εσχάτως και ψύξης, προκειμένου να εξοντώσουν τους εχθρούς.
Η οικολογικότερη λύση προς το παρόν είναι αυτή που επιλέγουν οι εταιρείες βιολογικών οσπρίων. Η διαδικασία είναι θεωρητικά απλή, αλλά ταυτόχρονα απαιτητική, καθώς χρειάζεται τεχνογνωσία, ειδικά μηχανήματα και εξειδικευμένο προσωπικό. Οπως λέει στον «Γαστρονόμο» ο κ. Χαράλαμπος Ευφραιμίδης, γεωπόνος της εταιρείας Arosis, που συσκευάζει συμβατικά και βιολογικά όσπρια και χρησιμοποιεί τη μέθοδο της ελεγχόμενης ατμόσφαιρας για την απεντόμωση, τα όσπρια μπαίνουν σε ειδικούς θαλάμους, από όπου αφαιρείται το οξυγόνο και προστίθεται άζωτο. Σε συνθήκες οξυγόνου κάτω του 2% έντομα και αυγά εξοντώνονται. Κάθε προϊόν ή εχθρός που καταπολεμάται χρειάζεται διαφορετικές συνθήκες ατμόσφαιρας και διαφορετικό χρόνο παραμονής εντός του θαλάμου.
Ενα άλλο θέμα που «καίει» είναι οι ελληνοποιήσεις που, ως γνωστόν, γίνονται κατά κόρον σε διάφορα τρόφιμα. Στην περίπτωση των οσπρίων, τα ρεβίθια είναι αυτά που έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό ελληνοποιήσεων. Πώς μπορεί ο καταναλωτής να γνωρίζει αν είναι ελληνικά ή ξένα; Υπάρχουν εταιρείες που συσκευάζουν όσπρια ελληνικής παραγωγής, πληροφορία που αναγράφουν στην ετικέτα. Οπως εξηγεί ο κ. Αγης Πιστιόλας, υπεύθυνος μάρκετινγκ της Agrino, που διαθέτει ελληνικά όσπρια στην αγορά, «με το να αναγράφουμε τον παραγωγό δίνουμε την ευκαιρία στον καταναλωτή να γνωρίζει τι τρώει και αν θέλει να το τσεκάρει και ο ίδιος επικοινωνώντας με τον καλλιεργητή».
Οσον αφορά τα χύμα όσπρια, είναι δίκοπο μαχαίρι. Εξαιρετικά, αν γνωρίζουμε τον παραγωγό και τις πρακτικές του, αλλά αμφιλεγόμενα αν τα προμηθευόμαστε από μικροπωλητές. Ακόμη και στη Λευκάδα πωλούνται χύμα φακές ως Εγκλουβής, ενώ στην πραγματικότητα είναι καναδικές, ή στις Πρέσπες γίγαντες εισαγωγής...