Οινοποιώντας Ξινόμαυρο αλλά και τον «ντόπιο» Τσαπουρνάκο, το Κτήμα Βογιατζή παράγει κρασιά που έχουν αποκτήσει το δικό τους πιστό κοινό - εντός και εκτός συνόρων.
Μερικές δεκάδες χιλιόμετρα έξω από την Κοζάνη, δίπλα στη λίμνη του Πολυφύτου, βρίσκεται ένας μικρός αλλά ιδιαίτερος αμπελώνας, αυτός του Βελβεντού. Φυτεμένος με γηγενείς και διεθνείς ποικιλίες, παράγει κρασιά κομψά, ευχάριστα αλλά και με σημαντικές δυνατότητες παλαίωσης. «Αιχμή του δόρατος» στην οινοπαραγωγική προσπάθεια της περιοχής είναι το Κτήμα Βογιατζή, τα κρασιά του οποίου έχουν το δικό τους πιστό κοινό - εντός και εκτός συνόρων.
Οικογενειακή υπόθεση
Η οικογένεια Βογιατζή έχει παράδοση στο κρασί και στη φιλοξενία, καθώς μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90 διατηρούσε στην Κατερίνη ένα οινοπωλείο-ουζερί, στο οποίο σέρβιραν κρασί από την πατρίδα τους, το Βελβεντό. Η αγάπη του Χαρίση Βογιατζή και των γιων του, Νίκου και Γιάννη, για τον τόπο τους ήταν τόσο μεγάλη, που εν τέλει αποφάσισαν να επιστρέψουν εκεί, να εγκατασταθούν μόνιμα και να δημιουργήσουν το δικό τους οινοποιείο.
Στο τιμόνι του Κτήματος βρίσκεται ο δρ Γιάννης Βογιατζής, ένας από τους πλέον καταξιωμένους Eλληνες οινολόγους. Με σπουδές και επαγγελματική εμπειρία στο Μπορντό της Γαλλίας, αλλά και με συνολική ευθύνη της Ενωσης Οινοποιών του Αμπελώνα της Βορείου Ελλάδος (ΕΝΟΑΒΕ), της οποίας είναι πρόεδρος, δημιουργεί κρασιά με άποψη και στυλ. «Θέλω να έχουν τη δική τους ταυτότητα, να μπορεί όποιος τα πίνει να τα ξεχωρίσει, να τα καταλάβει», λέει ο ίδιος. Πράγματι, αν και έχουν τη φινέτσα του Παλαιού Κόσμου, λόγω των γαλλικών επιρροών του δημιουργού τους, ταυτόχρονα είναι φιλικά, «ζεστά» και φτιαγμένα για να πίνονται γρήγορα, χωρίς η ανάγκη παλαίωσης / εξέλιξης να είναι επιτακτική. Σημαντικό επίσης είναι και το θέμα του ελέγχου του αλκοόλ, το οποίο σε όλα τα κρασιά παραμένει σε πολύ... μετριοπαθή επίπεδα.
Το Βελβεντό από ψηλά.
Ένα ιδιαίτερο Ξινόμαυρο
Τα πρώτα αμπέλια της οικογένειας φυτεύτηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και ο πρώτος τρύγος έγινε το 1997. Τότε, ως οινοποιείο χρησιμοποιούνταν το παλιό πατρικό σπίτι στο Βελβεντό, ενώ η εμφιάλωση γινόταν σε ένα από τα οινοποιεία της οικογένειας Μπουτάρη. Πλέον, υπάρχει το ιδιόκτητο οινοποιείο τους, ένα κτίριο ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής (θυμίζει κάποιο από τα φουτουριστικά οινοποιεία της Ριόχα στην Ισπανία) που δεσπόζει σε προνομιούχο σημείο, στις όχθες της λίμνης. Έχει σχεδιαστεί με γνώμονα τη λειτουργικότητα αλλά και την εξασφάλιση μιας ευχάριστης εμπειρίας για όποιον το επισκέπτεται. Αρχισε να χτίζεται το 2001 και οι τελευταίες «πινελιές» αναμένεται να έχουν μπει μέχρι τις αρχές του 2013. Εντυπωσιάζει με το άπλετο φυσικό φως που μπαίνει σε όλους τους χώρους του και την εντυπωσιακή θέα στον αμπελώνα, με φόντο τη λίμνη.
Τα αμπέλια του Κτήματος έχουν συνολική έκταση 80 στρέμματα (ιδιόκτητα και συνεργαζόμενα) και βρίσκονται σε υψόμετρο 380. Η απόδοσή τους είναι αυστηρά ελεγχόμενη και η ετήσια παραγωγή φτάνει τις 60.000 φιάλες. Το 10% της παραγωγής εξάγεται σε μεγάλες αγορές του εξωτερικού και συγκεκριμένα στη Γερμανία, την Αγγλία και στις ΗΠΑ. Η αμπελοκαλλιέργεια αποτελεί μέρος της ιστορίας, της παράδοσης αλλά και της καθημερινότητας του Βελβεντού εδώ και πολλές γενιές. Μέχρι την εμφάνιση της φυλλοξήρας, στις αρχές του 20ού αιώνα, ο αμπελώνας της περιοχής κάλυπτε έκταση 2.600 στρεμμάτων. Σήμερα δεν ξεπερνά τα 1.000 στρέμματα, ενώ οι ποικιλίες που καλλιεργούνται είναι τόσο διεθνείς (Cabernet Sauvignon, Merlot, Chardonnay), όσο και ελληνικές (Ξινόμαυρο, Ασύρτικο). Ανάμεσά τους και κάποιες σπάνιες, όπως ο Τσαπουρνάκος.
Το Ξινόμαυρο του Βελβεντού, όπως εξηγεί ο Γιάννης Βογιατζής, αποτελεί μία από τις πιο ιδιαίτερες εκφάνσεις του. Είναι μεγαλόρρωγο και στο terroir της περιοχής δίνει κρασιά διαφορετικά από εκείνα που έχουμε συνηθίσει από τη συγκεκριμένη ποικιλία: πιο αρωματικά και μαλακά, πολύπλοκα στη μύτη και στο στόμα, που όσο παλαιώνονται αποκτούν μια χαρακτηριστική, κοσμοπολίτικη φινέτσα.
Η αίθουσα των γευστικών δοκιμών. Εδώ πραγματοποιείται και οπτικοακουστική... περιήγηση στο παρελθόν και το παρόν της περιοχής και του Κτήματος.
Τσαπουρνάκος ο μυστηριώδης
Είναι η ποικιλία με την οποία ο περισσότερος κόσμος έχει ταυτίσει το Κτήμα Βογιατζή. Όχι μόνο επειδή η ομώνυμη ερυθρή ετικέτα του είναι ένα πολύ ποιοτικό κρασί με φανατικούς φίλους, αλλά επειδή και ο ίδιος ο Γιάννης Βογιατζής θεωρείται ο άνθρωπος που «σύστησε» τον Τσαπουρνάκο στο ευρύ κοινό. Όπως μας λέει, τον ανακάλυψε το 2001, μια πολύ κακή χρονιά για την περιοχή. Ηταν η μοναδική ποικιλία που είχε διασωθεί και είχε αποδώσει καρπό σε ικανοποιητική ποσότητα και ποιότητα. Οι ντόπιοι αμπελουργοί τη γνώριζαν από πολύ παλιά, ποτέ όμως δεν την είχαν σε υπόληψη, καθώς τη θεωρούσαν μη παραγωγική και «δεύτερη».
Πρόσφατες εξετάσεις DNA, όμως, έδειξαν ότι υπάρχει συγγένεια ανάμεσα στον Τσαπουρνάκο και το Cabernet Franc του Μπορντό. Δεν γνωρίζουμε, ωστόσο (και μάλλον δεν θα μάθουμε ποτέ), πού και πώς ταυτίζονται οι δύο ποικιλίες, πού σταματάει ο μύθος και ξεκινάει η ιστορία. Σύμφωνα με μια θεωρία, Σταυροφόροι που πέρασαν πριν από αιώνες από την περιοχή πήραν μαζί τους φεύγοντας ρίζες Τσαπουρνάκου και τις φύτεψαν στο Μπορντό. Ετσι, δεν αποκλείεται η ρίζα του ονόματος Cabernet Franc να προδίδει την καταγωγή της ποικιλίας (αρχικά ονομαζόταν Τσαπερνέ). Μια άλλη εκδοχή είναι ότι Γάλλοι στρατιώτες έφεραν μαζί τους κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ρίζες Cabernet Franc, το οποίο στη συνέχεια υιοθετήθηκε από τους ντόπιους και το όνομα Τσαπουρνάκος προέκυψε από παραφθορά των γαλλικών λέξεων.
Τι ισχύει και τι όχι; Ίσως δεν έχει και τόση σημασία. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για μια ποιοτική και πολλά υποσχόμενη ερυθρή ποικιλία που προσδίδει στον συγκεκριμένο αμπελώνα μια πολύ σημαντική ιδιαιτερότητα. Έχοντας μάλιστα την ευκαιρία να δοκιμάσουμε Τσαπουρνάκο σε διάφορες εσοδείες αλλά και στυλ (ερυθρό και ροζέ), μπορούμε να επιβεβαιώσουμε το ενδιαφέρον και τις προοπτικές που παρουσιάζει για την παραγωγή πληθωρικών κρασιών με ουσιαστικές δυνατότητες παλαίωσης.
Το Κτήμα Βογιατζή είναι επισκέψιμο κατόπιν συνεννοήσεως, τηλ. 2464 32 283, url: www.ktimavoyatzi.gr.
Διαβάστε περισσότερα στο www.oinoxoos.net