Κείμενο: Μερόπη Παπαδοπούλου
Μπορεί ο Ιβάν ο Τρομερός να δημιούργησε το πρώτο μονοπώλιο για την παραγωγή της ήδη από το 1540, αλλά το «μικρό νερό» -όπως σημαίνει το όνομά της- έπρεπε να περιμένει αρκετούς αιώνες για να γίνει ένα από τα πιο διαδεδομένα ποτά στον κόσμο.
«Μικρό νερό» σημαίνει στα ρωσικά η λέξη «βότκα», την οποία, όταν πρωτοεμφανίστηκε στην αγορά της Μόσχας, την αποκαλούσαν «το φοβερό δηλητήριο»! Αργότερα, όταν το σιτάρι κυριάρχησε στο μείγμα της ζύμωσης, η ονομασία της άλλαξε σε «κρασί του ψωμιού». Το 1540 ο Ιβάν ο Τρομερός, σε μια ανάπαυλα από το να αποκεφαλίζει εχθρούς, δημιούργησε το πρώτο κρατικό μονοπώλιο βότκας. Άδειες δόθηκαν σε όλους τους βογιάρους, δηλαδή στους ευγενείς, και κάθε άλλη άδεια ακυρώθηκε. Περιττό, βέβαια, να σας πω ότι η απόσταξη στην παρανομία του... φεγγαρόφωτος πήρε διαστάσεις επιδημίας.
Από τότε η παραγωγή της συνδέθηκε αναπόσπαστα με τη ρωσική αριστοκρατία. Σε όλα τα μεγάλα τσιφλίκια παρασκευαζόταν υψηλής ποιότητας βότκα, που αρωματιζόταν με ό,τι μπορείτε να φανταστείτε - από χρένο μέχρι μέντα. Οι ίδιοι οι τσάροι πειραματίζονταν σε αποστακτήρια μέσα στα παλάτια τους, με πολλαπλές αποστάξεις, καταλήγοντας, το 1780, στο φιλτράρισμα με άνθρακα, που έδωσε άλλη καθαρότητα στο ποτό.
Για να μην τα πολυλογούμε, στα τέλη του 18ου και σίγουρα μέσα στον 19ο αιώνα, η βιομηχανία της βότκας ήταν η πλέον ανεπτυγμένη τεχνολογικά
βιομηχανία του ρωσικού έθνους. Επί Σοβιετικής Ενωσης τα αποστακτήρια κρατικοποιήθηκαν και η παραγωγή χωρίστηκε σε δύο κατηγορίες: στην εξαιρετικής ποιότητας, από σίκαλη, για εξαγωγές και για τους κρατούντες, και σε κακής ποιότητας, που πουλιόταν σε μπουκάλια του λίτρου για τους υπολοίπους. Αυτά τα μπουκάλια δεν είχαν βιδωτό καπάκι ή φελλό· έτσι, όταν άνοιγαν, το ποτό έπρεπε να καταναλωθεί αμέσως ή να πεταχτεί. Έπιναν, λοιπόν, οι Ρώσοι άφθονη βότκα - και για λόγους οικονομίας…
Το «λευκό ουίσκι»
Αν και για τους περισσότερους η βότκα είναι συνυφασμένη με τη Ρωσία, η Πολωνία διεκδικεί με ζήλο -και ντοκουμέντα- τη μητρότητά της, παρουσιάζοντας μάλιστα γραπτές αποδείξεις που χρονολογούνται ήδη από το 1400. Η πορεία της παραγωγής της ακολουθεί και εδώ τα ρωσικά μονοπάτια. Εποχή ακμής της ήταν τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν οι εξαγωγές έφτασαν στο αποκορύφωμά τους. Τότε ακόμα και οι Ρώσοι έπιναν τις βότκες που οι ευφάνταστοι Πολωνοί αρωμάτιζαν με μικρές ποσότητες αποσταγμάτων φρούτων. Τρίτη σε σειρά διεκδίκησης έρχεται η Σουηδία, που ισχυρίζεται ότι παράγει βότκα από τον 15ο αιώνα.
Ένα είναι γεγονός: συνεχίζοντας ακάθεκτο την πορεία του, το «μικρό νερό» διέσχισε τη μεγάλη θάλασσα, τον Ατλαντικό, μόλις στις αρχές του 20ού αιώνα, στις αποσκευές μεταναστών από την Ανατολική Ευρώπη. Στις ΗΠΑ, μετά την άρση της ποτοαπαγόρευσης, η εταιρεία Heublein αγόρασε τα δικαιώματα της Smirnoff από τον Λευκορώσο ιδιοκτήτη της και λανσάρισε τη βότκα στην αμερικανική αγορά με το σλόγκαν: «Smirnoff: Λευκό ουίσκι - χωρίς γεύση, χωρίς άρωμα». Από εκεί και πέρα το ποτό πήρε το δρόμο του.
Άχρωμες, κίτρινες, κόκκινες
Άφθονο «μικρό νερό» έχει κυλήσει, λοιπόν, στα ποτήρια του πλανήτη από την εποχή που γέμιζε τα ποτήρια των βογιάρων και έρρεε άφθονο στα δείπνα των τσαρικών αυλών. Πέρασε και η «σοσιαλιστική» περίοδός της και να που τώρα η βότκα επανέρχεται, ενδεδυμένη μανδύα λούσου και λάμψης, καμαρώνοντας για τη διαφορετικότητα κάθε μπουκαλιού της. Επιτέλους! Ζήτω οι βότκες με προσωπικότητα - παραδοσιακές αποστάξεις, μικροί άμβυκες, πρώτες ύλες εξαιρετικής ποιότητας. Σήμερα οι premium βότκες συναγωνίζονται η μία την άλλη σε φινέτσα γεύσης αλλά και πρωτοτυπία εμφιάλωσης. Το κριθάρι κρατάει πάντα τα σκήπτρα ανάμεσα στα δημητριακά κατά την παραγωγή της, αλλά κυκλοφορούν και υπέροχες εκδοχές από τελείως διαφορετικά προϊόντα (όπως σταφύλια και άλλα φρούτα).
Και, φυσικά, παραμένει άχρωμη, καθαρή, κρυστάλλινη, διαφανής. Μόνο οι αρωματισμένες βότκες έχουν το χρώμα των πρόσθετων συστατικών τους, από απαλό κίτρινο (γι’ αυτές που περιέχουν λεμόνι) έως σκούρο κόκκινο (για εκείνες με τη γλυκόριζα). Οι βότκες από δημητριακά έχουν καμιά φορά άρωμα φρεσκοθερισμένου σιταριού, αλλά συχνότερα γλυκάνισου, εσπεριδοειδών, βανίλιας και λουλουδιών, ξύλου και καπνού, ακόμα και μπαχαρικών (κυρίως πιπεριού), ανάλογα με τη διαδικασία απόσταξης και παρασκευής τους. Η υφή της γεύσης τους καλύπτει μια τεράστια κλίμακα, που εκτείνεται από το απαλό και το κρεμώδες μέχρι το αιχμηρό, με δεκάδες ενδιάμεσες διαβαθμίσεις.
Πώς θα τη σερβίρουμε
Είχαμε έως τώρα συνηθίσει να την πίνουμε είτε με χυμούς και αναψυκτικά είτε στα κοκτέιλ μας - σπανιότερα σκέτη. Όλες οι σύγχρονες βότκες, όμως, με την εξαιρετική φινέτσα τους δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους σκέτες και παγωμένες. Οι 8 - 9 βαθμοί Κελσίου είναι μια καλή θερμοκρασία ώστε να μην εξαφανιστούν τα αρώματά της. Για να τη διατηρήσουμε, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε σαμπανιέρα με νερό και πάγο.
Όσο για τα ποτήρια; Έχουμε μάθει στα ίσια, που ανοίγουν ελαφρώς προς τα πάνω, και για τα οποία καμία αντίρρηση δεν έχω, αρκεί να μην καθίσουμε στο τραπέζι με αυτά. Σε ένα δείπνο με βότκα, το τιμώμενο ποτό μας δικαιούται ποτήρια με πόδι, που, αφού κάνουν ένα στρογγυλό άνοιγμα, σαν μπαλονάκι, κλείνουν προς τα πάνω για να μην αφήσουν τα αρώματα να εξατμιστούν. Αναζητήστε ένα τέτοιο ποτήρι στη σειρά Riedel με τον κωδικό «ποτήρι για αποστάγματα». Αν σας φαίνεται μεγάλη φασαρία η εξεύρεση ειδικού ποτηριού, η «τουλίπα» του λευκού σας κρασιού είναι ό,τι πρέπει. Γενικά, το πόδι στα παγωμένα ποτά εμποδίζει τη θερμοκρασία του χεριού να ζεστάνει το περιεχόμενο. Μπορούμε επίσης να σερβίρουμε τη βότκα μας με πάγο, με μεγάλα και σκληρά παγάκια που δεν λιώνουν εύκολα νερώνοντας το ποτό.
Δείπνο με βότκα για τολμηρούς!
Είμαι σίγουρη ότι ένα δείπνο με βότκα θα ενθουσιάσει τους φίλους σας. Ανάλαφρες και ελαφρώς αρωματικές βότκες θα σερβιριστούν ως απεριτίφ με σπιτικά πατέ από συκωτάκια πουλιών, μπρικ, χαβιάρι, αυγοτάραχο, ωραίες ελιές και πάστα ελιάς. Βότκες με άρωμα δημητριακών θα συνοδεύσουν ζεστές σούπες (όπως η παραδοσιακή ρωσική χορτόσουπα μπορς), μικρές άγλυκες τηγανίτες (μπλίνις) με κατίκι, πελμένι και βαρένικι (η ρωσική έκδοση του τορτελίνι και του ραβιόλι) κι εκείνες τις καταπληκτικές μικρές πιτούλες που γίνονται στο τηγάνι από τριμμένη πατάτα, τις λάτκες.
Πιο στιβαρές, αναζητούν καπνιστά ψάρια, ενθουσιάζονται με καπνιστά μύδια (θα τα βρείτε σε βαζάκια σε μεγάλα σούπερ μάρκετ και σε ντελικατέσεν) και ψητό σολομό, αλλά δεν λένε «όχι» και στο αρνάκι ή το μοσχαράκι (αν μάλιστα είναι στρογκανόφ!). Καπνιστή πάπια, πικάντικα κεφτεδάκια, τετράποδο κυνήγι και παραδοσιακή πηχτή από χοιρινό ή κότα θα κολακευτούν ιδιαίτερα με μια δυνατή παγωμένη βότκα δίπλα τους. Ένα μπιφτέκι ταρτάρ και πιάτα με ξινολάχανο και τουρσιά προτείνονται επίσης ανεπιφύλακτα.
Τέλος, μια φινετσάτη βότκα με νότες εσπεριδοειδών και γλυκάνισου είναι ιδανική παρτενέρ ενός ωραία σιροπιασμένου παλιομοδίτικου σαβαρέν και μιας παραδοσιακής τηγανίτας με μέλι.
Διαβάστε περισσότερα στο www.oinoxoos.net