Κείμενο: Εύωχος
Ο στίχος ανήκει στο σώμα του σαββοπουλικού λυρισμού και ιδιαίτερα σ’ εκείνο το -σαν αεράκι που δροσίζει μέσα στο θέρος- τραγούδι: «[...] καλοκαίρι / με τη φέτα το καρπούζι στο ’να χέρι». Τον θυμήθηκα βλέποντας αυτόν τον πίνακα του Θάνου Τσίγκου. Υπάρχει -νομίζω- μια, επιμέρους, σύστοιχη θέαση του Τσίγκου και του Διονύση Σαββόπουλου.
Στον πίνακα του Τσίγκου η φέτα το καρπούζι είναι «εγκλωβισμένη» στο μαύρο. Στο «Καλοκαίρι» του Σαββόπουλου, στο τρίτο και τέταρτο μέρος «μια οσμή νεκροθαλάμου [...] / με του κάτω κόσμου το έγκαυμα στο χέρι» διαδέχεται όλη την ομορφιά και το φως του πρώτου και του δεύτερου μέρους. Μια θερινή ομορφιά συναπαρτιζόμενη από τη γαλάζια προκυμαία, τα καρεκλάκια, τις πετονιές μες στο πανέρι, τις βόλτες, τις τέντες, «τη βανίλια με το δίσκο του στο χέρι», «καλοκαίρι / λίγες φλούδες στης κουζίνας το μαχαίρι». Μια σύνθεση σε αγγελικό και μαύρο φως. Βέβαια, η εντύπωση μαύρου που εκπέμπει ο ζωγραφικός πίνακας είναι συγχρονική με τα άλλα, τα φωτεινά, χρώματα. δηλαδή τα στοιχεία του πίνακα είναι παρόντα συνεχώς στο σύνολό τους και το μαύρο γύρω από τη φέτα του καρπουζιού αποδυναμώνεται από το βαθύ κόκκινο της σάρκας του και το χρυσοκίτρινο του πεπονιού, ενώ και το φόντο αντιπαλεύει με το μαύρο. Αντίθετα, το τραγούδι ή μάλλον το ποίημα και το τραγούδι του Σαββόπουλου, είδος γραμμικής «αφήγησης», περνά από τη γαλάζια προκυμαία στην οσμή νεκροθαλάμου, αλλά με την αέρινη μουσική του και «με τη φέτα το καρπούζι στο ’να χέρι» να κυριαρχούν και να ξορκίζουν το κακό.
Ας ξορκίσουμε, λοιπόν, το κακό και ας χαρούμε το αίθριο θέρος, τη γαλάζια προκυμαία, την κόκκινη γλυκιά σάρκα των καρπουζιών, τις προκλητικές ρώγες των σταφυλιών, τη λιωμένη γλύκα των κρύων σύκων, τα γλυκόξινα, τραγανά φρέσκα δαμάσκηνα, τα δροσιστικά μυρωδάτα πεπόνια.Ας χαρούμε το καλοκαίρι που έρχεται, απολαμβάνοντας ό,τι καλό και όμορφο μας προσφέρει η Ελληνίδα Φύση. Μαζί με πρόσωπα αγαπημένα. Στις ακρογιαλιές, στους κάμπους, στα βουνά. σε μητροπόλεις, σε πολιτείες μικρές και μεγάλες, σε χωριά σφύζοντα και σε οικισμούς ξεχασμένους. Ας μπούμε σε κήπους, σε περιβόλια, σε μποστάνια, να κόψουμε ό,τι εύγευστο ωρίμασε πλάι σε νεροσυρμές, ποτίστηκε από στέρνες με τη φροντίδα της τίμιας εργασίας. Ας πάρουμε πρωί το μονοπάτι με τις συκιές στην άκρη για αμπελώνες πλούσιους ή αμπελάκια μοναχικά, που μάζεψαν στα πλατιά φύλλα τους τον ήλιο ακτίνα την ακτίνα για να δέσει το σταφύλι και να γλυκάνει το στόμα μας.
Ας χαρούμε και αυτό το καλοκαίρι τη ζωή, που είναι μία και μόνη, «με τη φέτα το καρπούζι στο ’να χέρι»...