Κείμενο: Εύωχος
Το 2015, η πάντα ευρηματική στην τουριστική της προβολή Ιταλία υπέβαλε αίτημα στην UNESCO για να αναγνωριστεί «η τέχνη των Ναπολιτάνων πιτσαγιόλων» ως «άυλο πολιτιστικό αγαθό της ανθρωπότητας». Ηδη έχουν συλλεχθεί πάνω από ένα εκατομμύριο υπογραφές.
Πάνε περίπου σαράντα χρόνια από τότε που πρωτοπήγα στη Νεάπολη, την κατά τον Σταντάλ «πιο όμορφη πόλη του κόσμου». Φθάσαμε μια δεκεμβριανή νύχτα με το κατάφορτο επιβατών τρένο, όρθιοι από τη Ρώμη. Ο χαμός μέσα στο βαγόνι δεν μας επέτρεπε να παρατηρήσουμε την είσοδο στην πρωτεύουσα της Καμπανίας. Εναν αιώνα πριν, ο Βιζυηνός περιγράφει, ως επιβάτης, τον κατάπλου του «Rio Grande»: «Βαθμηδόν προέκυπτεν ενώπιον ημών η μυριοφεγγής Νεάπολις αμφιθεατρικώς υψουμένη επί της ευρείας προκυμαίας. Ανωθεν αυτής αιωρείτο απέραντος η ερυθρά εκείνη ανταύγεια φώτων, ήτις επίκειται συνήθως πασών των μεγαλοπόλεων εν ώρα νυκτός. Τα πυκνά των φανών και των παραθύρων φέγγη εφαίνοντο εξ αποστάσεως ως χαμαιπετές σμήνος αστέρων [...]». Την pizza την είχαμε γευτεί για πρώτη φορά -εκεί αρχές της δεκαετίας του ’60- στου Φλώκα της οδού Πανεπιστημίου. Ηταν μικρή, ατομική με ντομάτα, αντζούγια και ελιές. Νοτιοϊταλική εκδοχή, όχι αυστηρά ναπολιτάνικη, αλλά μάλλον σικελιανή. Ευτυχώς, ακόμα δεν είχε κατακλυσθεί η Αθήνα από «πιτσερίες» καναδέζικου τύπου με κάτι ψωμάρες για βάση, χωρίς ελαιόλαδο, με ευτελείς εκδοχές κίτρινων τυριών. Μετά ήρθαν τα ταξίδια στην Εσπερία και οι αυθεντικές πίτσες στη Ρώμη. Ομως ακόμα δεν είχε έρθει η σειρά της Νεάπολης.
Την άλλη μέρα, μετά τις βόλτες στην γκαλερία, τους στρέτι στο πόδι και τη βροχή, κοντά στην πανσιόν όπου είχαμε καταλύσει, κάπου μεταξύ θεάτρου Σαν Κάρλο και Καστέλ Νουόβο, μπήκαμε πεινασμένοι σε μια μικρή καινούργια πιτσαρία που ο τίτλος της, SoloPizza, μας προϊδέασε ότι θα ήταν φθηνή. Εκεί πρωτογευτήκαμε πίτσα εν Νεαπόλει. Δεν νομίζω ότι ήταν η πλέον αυθεντική, ήταν όμως κάτι για μας τους ανίδεους πλάνητες. Αργότερα, χρόνια μετά, ανακαλύψαμε το καφέ Γκαμπρίνους και τις ιστορικές πιτσαρίες της Νεαπόλεως με την κλασική τρικολόρε πίτσα Μαργαρίτα, μέσα από την τέχνη των Παρθενοπαίων πιτσαγιόλων.
Το 2015, η πάντα ευρηματική στην τουριστική της προβολή Ιταλία έκανε το απρόσμενο. Υπέβαλε αίτημα στην UNESCO για να αναγνωριστεί «η τέχνη των Ναπολιτάνων πιτσαγιόλων» ως «άυλο πολιτιστικό αγαθό της ανθρωπότητας». Ηδη έχουν συλλεχθεί πάνω από ένα εκατομμύριο υπογραφές ανά τον κόσμο και το αίτημα θα κριθεί το 2017.
Δεν γνωρίζω αν το ιταλικό αίτημα θα υποστηριχθεί εμπράκτως. Αν δηλαδή τα μέλη της πολυπολιτισμικής συνθέσεως επιτροπής της UNESCO θα βρεθούν μπροστά σε πιτσαγιόλους της Νάπολης, θα τους δουν να απλώνουν με στροφές στον αέρα τη ζύμη τους, να την καλύπτουν, ψιλή και φίνα, με ντομάτα, ελαιόλαδο, μοτσαρέλα, βασιλικό πλατύφυλλο και σκορδάκι· και ψημένη σε φούρνο με ολόπυρα ξύλα ελιάς, με άκρες μισοκαμένες και τραγανές, να τους τη σερβίρουν ζεστή με μπίρα παγωμένη ή με ροζέ κρασί από τους αμπελώνες του Βεζουβίου.
Εγώ, πάντως, θα ψήφιζα και με τα δυο μου χέρια.