Κείμενο: Εύωχος
Ανάμεσα στην οδό του Φούρνου του Σαιν Ζερμαίν και τον Αγιο Σουλπίκιο, των Παρισίων, υπάρχει μια μικρή οδός, η οποία τον 17ο αιώνα, λόγω ενός αναγλύφου που υπάρχει στον αριθμό 18, ονομάστηκε Rue des Canettes, οδός των Νησσαρίων (παπάκια τα λέμε σήμερα).
Πάνε πάνω από τέσσερις δεκαετίες που γνώρισα εκείνο το δρομάκι, στην καρδιά του 6ου Διαμερίσματος, κατοικώντας σε μια σοφίτα του τότε μετριότατου ομώνυμου ξενοδοχείου. Η μόνη γνώση που «κουβαλούσα» μαζί μου από την Αθήνα για την περιοχή ήταν οι αναφορές στο σαρκαστικό διήγημα του Φαίδρου Μπαρλά «Το Ωρολόγιον του Αγίου Σουλπικίου», που τα χρόνια εκείνα πρωτοδιάβασα. Τότε στο δρομάκι αυτό υπήρχε -και υπάρχει ακόμη- η πρώτη πιτσερία που εμφανίστηκε στο Παρίσι, το 1950, η περίφημη πιτσερία του Μπάρτολο. Ακόμα, λειτουργούσε μια μπουάτ καταλοίπων της ρωσικής εμιγκράτσιας, ένα κατάστημα με μπότες μεξικάνικες, το ξενοδοχείο Λα Περλ της πιστής υπηρέτριας του Προυστ και, βέβαια, το ονομαστό οινοπωλείο του Ζωρζ, ίδιο και απαράλλακτο από το 1952 μέχρι και σήμερα.
Ο θρυλικός Ζωρζ δεν ζει πια. Το μαγαζί, όμως, φέρει πάντα τον τίτλο «Chez Georges - Comtoir des Canettes». Τώρα το διαχειρίζεται η κόρη του, Νικολέτ.
Οταν το άνοιξε ο Ζωρζ, πωλούσε κρασί και κάποια τρόφιμα, καθώς οι παριζιάνικες επισερί, με τους μπακάληδες της Ωβέρνης, δεν είχαν εξαφανιστεί από τα Monoprix και τα άλλα σούπερ μάρκετ που ακολούθησαν. Στο κοντουάρ, δηλαδή στην μπάρα, σερβίριζε κρασί και το κλασικό σάντουιτς βούτυρο και ζαμπόν. Οι ένδοξες νύχτες του Σαιν Ζερμαίν ντε Πρε με τις κάβες της τζαζ και του ποιητικού τραγουδιού δεν άφησαν αδιάφορο τον Ζωρζ. Τραγουδιστές και άλλοι μουσικοί εναλλάσσονταν στη μικρή κάβα του μαγαζιού του, όπου οι θαμώνες με μία και δύο μποτίλιες κρασί τραγουδούσαν, ερωτεύονταν, χόρευαν, ξεφάντωναν. Από εκεί πέρασαν και ονόματα κατόπιν διάσημα, όπως ο Ζωρζ Μουστακί και ο Μπομπ Ντίλαν.
Προσωπικά προτιμούσα με την παρέα μου το κοντουάρ ή τα τραπεζάκια του ισογείου από την κάβα. Πίναμε φθηνό Côtes du Rhône ή λευκό Sanceres, τρώγαμε σαλάμι αέρος ή γκριγιέρ με μπαγκέτα, παπαγαλίζαμε τα περί σημειωτικής που ήταν στη μόδα ή ασκούσαμε εύκολη κριτική στα κουρασμένα παλικάρια του Μάη του ’68 και στα ρετάλια του, τους προώρως γεγηρακότες «Νέους (όσο και το γράμμα νι) Φιλοσόφους».
Πέρασα από το «Chez Georges» μετά από χρόνια πολλά, για ένα ποτήρι. Μεγαλύτερη ποικιλία κρασιών, το απαραίτητο πιάτο με αλλαντικά και τυριά, και πάντα φθηνό. Το κοινό του, όπως συνήθως, ζωντανό, φλύαρο και ετερόκλητο. Νέοι, κορίτσια και αγόρια· αλλά και μέσης ηλικίας, όπως εκείνη η Σάρα του Μουστακί που τραγουδούσε ο Ρετζιανί «les seins si lourds de trop d’amour...».