Κείμενο: Εύωχος
Φ αίνεται πως το ουίσκι άρχισε να κυκλοφορεί στην Αθήνα μέσα στη δεκαετία του ’20. Ασφαλώς θα υπήρχε και ενωρίτερα στις κάβες των Ανακτόρων, του Ξενοδοχείου της Μεγάλης Βρεταννίας, κάποιων πλουσίων κοσμοπολιτών, σε αγγλοσαξονικές πρεσβείες και ίσως σε επιφανή καταστήματα με «εδώδιμα και αποικιακά» του κέντρου των Αθηνών. Προς τα τέλη εκείνης της δεκαετίας πληθαίνουν οι αναφορές, κυρίως σε χρονογραφήματα, στο εκ Σκωτίας αλκοολούχο, που σαράντα χρόνια αργότερα θα έχει καταστεί «εθνικό των Ελλήνων ποτό», εκτοπίζοντας το ούζο από τα καφενεία και το κονιάκ από τα μπαρ.
Το 1932 κυκλοφορεί και το πρώτο ελληνικό λογοτεχνικό βιβλίο που έχει στον τίτλο του το, τότε ακόμα, εξωτικό ποτό. Πρόκειται για μια συλλογή κοσμοπολίτικων διηγημάτων του Αγγελου Δόξα. Μάλιστα η λέξη παρουσιάζεται και με τις δύο της γραφές, δηλαδή «ουΐσκι» και «ουΐσκυ» αφού στο εξώφυλλο ο τίτλος είναι ΓΚΑΡΣΟΝ...... ΕΝΑ ΟΥΪΣΚΥ!! και στο εσώφυλλο της ίδιας έκδοσης ΓΚΑΡΣΟΝ!... ΕΝΑ ΟΥΪΣΚΙ.
Ομως το κοσμοπολίτικο ποτό υπάρχει στον θεσσαλικό κάμπο, μέσα από το διήγημα του Μ. Καραγάτση «Η Κοσμογραφία», που δημοσιεύεται στη Φιλολογική σελίδα της «Καθημερινής» στις 13 Δεκεμβρίου 1937. Δύο τύποι, ο Σκιπίων Καρυδέλαιος και ο τολμηρός Αγγλοσάξων πιλότος Αλλαν Μακ-Μπώρνεϋ, μπεκροπίνουν μόνοι απανωτά ουίσκι με σόδα –και παγάκια, παρακαλώ– που τους σερβίρουν νυσταγμένα γκαρσόνια μέσα στο... Βαγκόν-Ρεστωράν ενός τρένου το οποίο διασχίζει τον θεσσαλικό κάμπο μια σεληνόφωτη νύχτα. Ο Μακ-Μπώρνεϋ, όπως μας αφηγείται ο Καρυδέλαιος, περιγράφει μια αεροπορική περιπέτειά του ανάμεσα στην Αφρική και τον Ινδικό ωκεανό.
Αγνωστοι μεταξύ τους, αρχίζουν να πίνουν μαζί, αφού ήδη ο Αγγλοσάξων έχει μάλλον κατεβάσει αρκετά ποτήρια. Ο Καραγάτσης, στη διάρκεια της αφήγησης, μας δίνει το... δοσολογικό τελετουργικό. Πρώτα πίνουν ουίσκι «με πολλή-πολλή σόδα». Μετά, «ένα κάρτο ουίσκι, τρία κάρτα σόδα». Στη συνέχεια «half and half». Κατόπιν «τρία κάρτα μ’ ένα κάρτο». Και τέλος «δίχως σόδα».
Ο Καρυδέλαιος - Καραγάτσης δεν είναι πολύ φίλος αυτού του ποτού. Γράφει με το γνωστό τολμηρό του ύφος: «Ηπιε το ουρομορφόγευστο ακουαφόρτε και με ανάγκασε να τον μιμηθώ... Από τότε μου έμεινε αυτή η μικρή σχιζοφρένεια που δίνει κάποια ξωτική γοητεία στο υποκείμενό μου...». Η ανάγκη επίδειξης κάποιας ξωτικής γοητείας τον ανάγκαζε να πίνει το... ουρομορφόγευστο ουίσκι.
Αλλά και ο θαυμασμός του για τον σπουδαίο Αγγλοσάξονα –που αυτόκλητος είχε σπεύσει στο τραπεζάκι του Καρυδέλαιου– μεταβλήθηκε σε άρρητη απογοήτευση: «Τον είδα [...] να χάνεται προς τον διάδρομο του Βαγκόν-Λι, ωσάν ψηλός και ωραίος Αγγλοσάξωνας που ήταν, με τη θολάδα της μπεκρολογικής αφθαρσίας μες στα μάτια. Και δεν συνήρθα ούτε όταν το γκαρσόνι μού έφερε τον ατέρμονα λογαριασμό των πολυπλόκων ουίσκι του, που είχε τη διακριτική λεπτότητα να μ’ αφήσει να τα πληρώσω...»