Τα ελληνικά κρασιά έχουν κάνει αδιαμφισβήτητα άλματα προόδου τα τελευταία χρόνια. Και ενώ κανείς δεν έχει να τους προσάψει τίποτα σε ποιοτικό επίπεδο, πολλή δουλειά πρέπει ακόμα να γίνει στο θέμα του χαρακτήρα τους, αφού οι περισσότερες ετικέτες μοιάζουν... απελπιστικά μεταξύ τους. Σχεδόν παντού συναντάμε τις ίδιες ποικιλίες, τον ίδιο εξοπλισμό, τις ίδιες οινοποιητικές μεθόδους, τα ίδια βαρέλια. Και να που στον οινικά ανυπόληπτο -μέχρι πρότινος- Τύρναβο, ο 35χρονος Χρήστος Ζαφειράκης οδηγεί την οικογενειακή οινοποιία στους δικούς του μοναχικούς, αλλά ενδιαφέροντες, δρόμους. Ο έρωτας με τα κρασιά του οφείλεται όχι σε κάτι που έχουν, αλλά σε πολλά που δεν έχουν, όπως για παράδειγμα το υπερβολικό βαρέλι ή το φρούτο που θυμίζει μαρμελάδα! Όπως λέει μάλιστα και ο ίδιος, «ανοίγοντας μια φιάλη δεν έρχεσαι σε επαφή με ένα κρασί, αλλά με μια φιλοσοφία». Και η φιλοσοφία του είναι νόστιμη όσο λίγες...
Φυσικά τα θεμέλιά της -όπως και κάθε άλλης οινικής φιλοσοφίας- βρίσκονται στα 80 στρέμματα των ιδιόκτητων και βιολογικά καλλιεργούμενων αμπελώνων, αλλά και στις σπουδές και στη θητεία του στις οινοπαραγωγούς περιοχές της Τοσκάνης και του Alto Adige. «Κληρονομιά», μάλιστα, της τελευταίας είναι το Sangiovese, που βρήκε τη θέση του πλάι στο Syrah, στο Chardonnay, στη Μαλαγουζιά, στο Merlot και, φυσικά, τη σπουδαία ντόπια ποικιλία Λημνιώνα, που είναι φυτεμένες στο Κτήμα. Από το αμπέλι μέχρι τη φιάλη, τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη. Οι γευστικές δοκιμές των ρωγών (!) είναι πολύ συχνές και γίνεται λεπτομερής καταγραφή των αποτελεσμάτων, έτσι ώστε κάθε χρονιά να τρυγιούνται στο ιδανικό σημείο ωρίμασης και να διαθέτουν όσο το δυνατόν παραπλήσια χαρακτηριστικά.
Η Μαλαγουζιά που παράγεται εδώ είναι από τις πλέον σύνθετες της ελληνικής αγοράς. Η γευστική διάρκεια και η μοναδική επίγευση είναι τα δυνατά χαρτιά της.
Έπειτα, η δράση μεταφέρεται στο μικρό σε χωρητικότητα αλλά μοναδικό σε εικόνες οινοποιείο, με τις τριών τόνων ξύλινες δεξαμενές σε πρώτο πλάνο. Σε αντίθεση με το «more is more», που έχει διαποτίσει την αντίληψη των περισσότερων παραγωγών, ο Χρήστος Ζαφειράκης υποστηρίζει το «less is more». Γι’ αυτό εδώ δεν θα βρούμε ούτε κρυοεκχυλίσεις, ούτε μεγάλες εκχυλίσεις, ούτε ένζυμα, ούτε καλλιεργημένες ζύμες, ούτε μικρά βαρέλια. Θα βρούμε όμως άγριες ζυμώσεις (κάποιες μέσα στο ξύλο), ολιγοήμερες παραμονές των στέμφυλων με το μούστο (ακόμη και στα λευκά), μικρο-οξυγονώσεις και μεγάλα βαρέλια (με χωρητικότητα 500 και 1.200 λίτρα).
Σε αυτά -αλλά και στις δεξαμενές που ανέφερα παραπάνω και οι οποίες κλείνουν και μετατρέπονται σε βαρέλια- τα κρασιά περνούν χρονικά διαστήματα που κυμαίνονται από ελάχιστους μήνες μέχρι ένα χρόνο. Οι μεταγγίσεις όλο αυτό το διάστημα είναι ελάχιστες, όχι όμως και οι αλλαγές στο μέγεθος των δεξαμενών, με τα κρασιά να ξεκινούν την ωρίμασή τους στις μικρότερες και να την ολοκληρώνουν στις μεγαλύτερες.
Ποιο είναι, όμως, το αποτέλεσμα όλων αυτών των πρακτικών; Οι όροι «ευγένεια», «λεπτότητα» και «φινέτσα» ίσως να είναι αρκετοί, όμως πιστεύω ότι τα κρασιά του Χρήστου Ζαφειράκη αξίζουν περισσότερους επαίνους. Ιδιαίτερα τα κόκκινα, και αυτό όχι επειδή είναι καλύτερα από τα λευκά. Ισα-ίσα. Η αυστηρή Μαλαγουζιά του είναι από τις πλέον σύνθετες της αγοράς, ενώ το Chardonnay του ένα έργο τέχνης, που μόνο αυτό του Κατσαρού μπορεί να το συναγωνιστεί ως προς τον σοφιστικέ χαρακτήρα. Απλώς, τα ερυθρά του κινούνται σε εντελώς διαφορετικό μήκος κύματος από τα περισσότερα της χώρας: το χρώμα τους διαθέτει βορειοευρωπαϊκούς τόνους και κρυστάλλινη διαύγεια, η μύτη είναι γεμάτη με φρέσκο, τραγανό φρούτο χωρίς την παραμικρή παρουσία βαρελιού και το στόμα παραδίδει μαθήματα ευγενικών τανινών, δροσιστικής οξύτητας και ανάλαφρης ισορροπίας.
Άποψη του αμπελώνα.
Μη βιαστείτε, ωστόσο, να υποθέσετε ότι υπολείπονται στους τομείς της συμπύκνωσης ή της ικανότητας για παλαίωση. Με αποδόσεις που κυμαίνονται στα 800 κιλά ανά στρέμμα για τις ερυθρές ποικιλίες και στα 1.200 ανά στρέμμα για τις λευκές, διαθέτουν άφθονο γευστικό πλούτο. Και όπως αποδεικνύουν οι δοκιμές των ετικετών του, όχι μόνο αντέχουν στην επίδραση του χρόνου, αλλά την απαιτούν, προκειμένου να μας αποκαλύψουν όλο το μεγαλείο τους.
Επιπροσθέτως, τα χαρίσματά τους δεν περιορίζονται στις ασκήσεις περί παλαίωσης, αλλά φτάνουν εκεί όπου έχει περισσότερη σημασία, δηλαδή πάνω στο τραπέζι. Οι εξαιρετικές οξύτητες, οι λεπτοϋφασμένες τανίνες και ο ντελικάτος χαρακτήρας τους τα καθιστούν ιδιαίτερα φιλικά με το φαγητό και ικανά να συνοδεύσουν πιάτα της υψηλότατης γαστρονομίας, όπως πρόσφατα μου απέδειξε η εκπληκτική αρμονία του Παλαιόμυλου 2007 με τη συγκλονιστική πάπια της Σπονδής.
Το επόμενο στοίχημα του παραγωγού είναι η ανάδειξη της σπουδαίας γηγενούς ποικιλίας Λημνιώνα και οι διαφορετικές εκφράσεις της στα αμμώδη και αργιλώδη αμπελοτόπια του Τυρνάβου. Διαθέτει άφθονο χρόνο, ταλέντο και πάθος για να το κερδίσει...
Αρχική φωτογραφία: Ο Κώστας Ζαφειράκης με τη σύζυγό του Κωνσταντίνα Σιώκα.
Διαβάστε περισσότερα στο www.oinoxoos.net