Κείμενο: Μερόπη Παπαδοπούλου
Ο «βασιλιάς της Καραϊβικής» έχει πλέον κατακτήσει ολόκληρο τον κόσμο. Και όχι αδίκως. Το όνομά του, άλλωστε, προέρχεται από τη λέξη rumbullion, που σημαίνει «διασκέδαση»...
Το αρχέτυπο κοκτέιλ: Cuba libre (ρούμι και Κόκα-Κόλα, με μία φετούλα λάιμ), γλυκό και εύγευστο - οι Andrew Sisters να τραγουδούν «Drinking rum and Coca-Cola». Και σκηνές από τα «Ημερολόγια μοτοσικλέτας» να σου θυμίζουν τον ήρωα της πρώτης εφηβείας, τον Τσε... Αυτά είναι για μένα το ρούμι! Στην Ελλάδα, βέβαια, επί δεκαετίες δεν βρισκόταν στις πρώτες θέσεις των προτιμήσεων. Συνήθως το χρησιμοποιούσαν, μαζί με μπράντι, για την παρασκευή σπιτικού τσέρι και για το σιρόπι του περίφημου «μπαμπά με ρούμι», μέχρι που ήρθαν τα παγωμένα Daiquiris και τα Mojitos και το έφεραν θεαματικά στο προσκήνιο.
Η προέλευση της λέξης «ρούμι» είναι συγκεχυμένη. Αν πρέπει να επιλέξω μια εκδοχή, προτιμώ αυτήν που θέλει το «rum» να προκύπτει από τη λέξη «rumbullion» -της αγγλικής αργκό του 17ου αιώνα- που, σε ελεύθερη μετάφραση, σήμαινε «οχλαγωγία, χαρά και διασκέδαση». Στο μυαλό των περισσοτέρων, η ιστορία αυτού του ποτού είναι συνυφασμένη με ιστορίες πειρατών, ρεσάλτο στους ωκεανούς, τόνους γκρογκ και απίθανων γλεντιών. Και στον αντίποδα υπάρχει η σκοτεινή πλευρά, όπου το ρούμι είναι συνδεδεμένο με το σκλαβεμπόριο - πολλές φορές οι σκλάβοι ανταλλάσσονταν για κάποιες ποσότητες ρούμι.
Η ιστορία του είναι παράλληλη με αυτήν της ζάχαρης. Η καλλιέργεια του ζαχαροκάλαμου ξεκινάει από την Ινδονησία και φτάνει στην Ευρώπη τον 11ο αιώνα. Πορτογάλοι και Ισπανοί θαλασσοπόροι το φυτεύουν στα Κανάρια Νησιά και στις Αζόρες και ο Κολόμβος το μεταφυτεύει στην Καραϊβική, όπου υπάρχουν οι ιδανικές κλιματικές συνθήκες για την καλλιέργειά του. Τους 18ο και 19ο αιώνα εξαπλώνεται στην Τζαμάικα, την Αϊτή και στο Τρινιντάντ, για να ακολουθήσουν η Κούβα και το Πουέρτο Ρίκο.
Καθώς οι Ευρωπαίοι άποικοι καταναλώνουν, λοιπόν, τη ζάχαρη που παράγεται από ζαχαροκάλαμο, οι ντόπιοι αξιοποιούν τα υπολείμματά του, από τα οποία προκύπτουν οι μελάσες και το ρούμι. Γιατί, αν το δούμε από τη «χημική» του πλευρά, το ζαχαροκάλαμο είναι μία από τις πιο κατάλληλες για απόσταξη πρώτες ύλες. Είτε ο χυμός είτε η μελάσα του ζαχαροκάλαμου, ζυμώνονται, και έτσι προκύπτει ένα διαυγές απόσταγμα, για το οποίο, όπως ακριβώς και στην τεκίλα, υπάρχουν δύο επιλογές: είτε να εμφιαλωθεί αμέσως φρέσκο (το λευκό ρούμι) είτε να ακολουθήσει μια διαδικασία παλαίωσης σε βαρέλια, όπου χρόνο με το χρόνο το χρώμα του θα σκουραίνει.
Η Κούβα στο ποτήρι
Το λευκό ρούμι είναι ιδανικό για Mojito, καθώς η φρέσκια και δυναμική γεύση του ταιριάζει υπέροχα με τη μέντα, το λάιμ και τη ζάχαρη. Το πιο πλούσιο σε αρώματα σκούρο ρούμι, από την άλλη, ενδείκνυται για πιο ήπιους συνδυασμούς, όπως με ένα χυμό από ώριμα καλοκαιρινά φρούτα. Το πολύ σκούρο παλαιωμένο, τέλος, απαιτεί μεταχείριση ευγενούς αποστάγματος: πίνεται σκέτο, σε ειδικό ποτήρι, σε θερμοκρασία περιβάλλοντος, συνοδεύοντας τις κρύες χειμωνιάτικες νύχτες, ένα πούρο, τον εσπρέσο μας και ένα κομμάτι εκλεκτής σοκολάτας.
Ρούμι παράγεται σε πολλά μέρη. Προσωπικά, έχω μια ιδιαίτερη προτίμηση στο κουβανέζικο, γιατί έχει ιδιαίτερο χαρακτήρα, είναι ελαφρύ, «τραγανό» και αρωματικό. Ισως η προτίμησή μου επηρεάζεται και από το γεγονός ότι στην Κούβα δημιουργήθηκαν τα πρώτα ρούμι-κοκτέιλ (ας θυμηθούμε τον Jenning Kox και το Daiquiri) και ότι στο θρυλικό μπαρ Floridita της Αβάνα ο Ερνεστ Χεμινγουέι μυήθηκε στο ρούμι και του αφιέρωσε πολλές σελίδες. Εχουμε πει, άλλωστε, ότι κάθε ποτό, εκτός από γευστικά, έχει και ιστορικοπολιτιστικά χαρακτηριστικά, που το κάνουν να ξεχωρίζει. Όπως το Havana Club, του οποίου η ιστορία ακολουθεί την πολυτάραχη ιστορία της πατρίδας του -από την Αβάνα το 1878 μέχρι σήμερα- κάτω από τις «φτερούγες» πλέον του μεγάλου διεθνούς ομίλου Pernod Ricard.
Το κουβανέζικο ρούμι έχει πολλά κοινά στοιχεία με τους Κουβανούς. Ο Μaestro Ronero του Havana Club Don Jose Navarro το χαρακτηρίζει ως την «υγρή πλευρά τους». Όπως μας εμπιστεύτηκε σε παλιότερη συνάντησή μας στην Αθήνα, τα κομβικά στοιχεία της παραγωγής είναι: οι κλιματικές συνθήκες του νησιού (το ατελείωτο καλοκαίρι!) αλλά και η τέχνη της φύλαξης και της ανάμειξης των διάφορων ρούμι - η οποία ξεκίνησε εμπειρικά πριν από 100 και πλέον χρόνια και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, με απολύτως επιστημονικούς τρόπους και τεχνικές, από τους Maestros Roneros. Αυτοί είναι που οργανώνουν το ρούμι σε κελάρια, με βάση την παλαιότητα και τον τύπο του, ποια θα αναμειχθούν και πότε. Και για να αναφερθώ για μία ακόμα φορά στα λόγια του Jose Navarro: «Το κουβανέζικο ρούμι είναι η τέχνη, η επιστήμη, η τεχνική, η μαγεία και το ταλέντο των Maestros Roneros στην ανάμειξη».
Η επιλογή των Maestros
Πριν από τέσσερα χρόνια, το Havana Club παρουσίασε το Maximo extra anejo rum, ένα «ποίημα» για λίγους, εμφιαλωμένο σε ένα ιδιαίτερο κρυστάλλινο μπουκάλι. Φέτος, μας εκπλήσσει για ακόμα μία φορά, παρουσιάζοντας το Seleccion de Maestros, ένα ultra premium ρούμι, που αποτελεί επιτομή της τεχνικής και της φιλοσοφίας του κουβανέζικου ρούμι. Οι Maestros Roneros της εταιρείας, αφού πέρασαν τουλάχιστον 15 χρόνια εκπαίδευσης και μυήθηκαν στα μυστικά της παραγωγής από τον πρώτο Maestro, Ronero Jose Navarro, επέλεξαν από τα κελάρια παλαίωσης τα πιο φίνα παλαιωμένα ρούμι με τα πιο ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά. Αυτά μπήκαν σε βαρέλια που είχαν επιλεγεί για το δυνατό άρωμα του ξύλου τους, έτσι ώστε να αποκτήσουν ακόμα πιο έντονα χαρακτηριστικά. Στο τέλος αυτής της διαδικασίας, επελέγησαν τα ρούμι που θα συμμετείχαν στο τελικό blend, το οποίο εμφιαλώθηκε κατευθείαν από το βαρέλι στους 45 αλκοολικούς βαθμούς.
Cuban Barrel Proof λέγεται αυτή η διαδικασία και σ’ αυτήν οφείλεται το πλούσιο αρωματικό μπουκέτο, που ξεκινάει από γλυκά μαγειρεμένα φρούτα, για να περάσει στους ξηρούς καρπούς, στα μπαχαρικά και στην έντονη παρουσία ξύλου και φίνου καπνού. Τα ίδια αρώματα συνεχίζονται στο γεμάτο, ισορροπημένο και βελούδινο στόμα, συμπληρωμένα με αρώματα κακάου και καφέ. Δοκιμάστε το σκέτο σε ποτήρι αποστάγματος, προσθέτοντας, αν θέλετε, ένα παγάκι.
Κοκτέιλ με ρούμι
- Mai Tai
- Daiquiri το κουβανέζικο
- Kool Hand Luke
Διαβάστε περισσότερα στο www.oinoxoos.net