Οι απώλειες των δημοσίων εσόδων που αντιστοιχούν στην παράνομη διακίνηση χύμα τσίπουρου υπολογίζονται στα 300.000.000 €.
Αντί να προωθείται η παραγωγή υψηλής ποιότητας αποσταγμάτων, επιτρέπονται η παραγωγή και η διακίνηση ανεξέλεγκτου τσίπουρου, με πολλαπλές επιπτώσεις στην υγεία και στο εισόδημα των καταναλωτών.
Στον αμπελουργικό χώρο υπήρχαν πάντα κάποιοι αμπελουργοί που είχαν νόμιμα το δικαίωμα, μετά τον τρύγο, να βάζουν αποστακτήρα-καζάνι για δύο ημέρες και να φτιάχνουν τσίπουρο για την οικογένεια και τους φίλους, που δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να διακινηθεί εκτός νομού. Αυτοί ονομάζονταν και ονομάζονται «διήμεροι» και δεν υπήρχε πρόβλημα, μέχρι που οι ευνοϊκές για τους μικρούς αυτούς παραγωγούς νομοθετικές διατάξεις αποτέλεσαν την κερκόπορτα για την «καταιγίδα» του παράνομου τσίπουρου που έχει κατακλύσει τη χώρα. Αν συνυπολογίσουμε το μειωμένο εισόδημα του Ελληνα καταναλωτή, την υπερφορολόγηση των εμφιαλωμένων αλκοολούχων (125% αύξηση σε ενάμιση χρόνο) και την ανυπαρξία ελέγχων στην αγορά, που είχαν ως αποτέλεσμα τη μαζική καταστρατήγηση της νομοθεσίας που αφορά τους «διήμερους», μπορούμε εύκολα να εξηγήσουμε τη στροφή των καταναλωτών στο παράνομο χύμα τσίπουρο και τσικουδιά. Η θέση μου είναι απόλυτα ξεκάθαρη: το καθεστώς της χύμα χωρικής παραγωγής, των «διημέρων», είναι πλέον διάτρητο σε όλα του τα σημεία και αναμφισβήτητα δεν υφίσταται ούτε ένας λόγος διατήρησής του.
Επιτροπή του Υπουργείου Οικονομικών εκτίμησε το 2013 την ποσότητα αυτή στα 24.000.000 lt. Σήμερα, που η κρίση έχει βαθύνει ακόμη περισσότερο, εκτιμάται ότι ξεπερνά τα 30.000.000 lt ετησίως, όταν οι επίσημοι παραγωγοί εμφιαλωμένου τσίπουρου, που βιώνουν έναν εξουθενωτικό αθέμιτο ανταγωνισμό, παράγουν περίπου 3.000.000 lt το χρόνο. Δηλαδή το 90% της παραγόμενης ποσότητας τσίπουρου στην Ελλάδα είναι παράνομο.
Ενα παράνομο τσίπουρο που παράγεται και διακινείται κάτω από τριτοκοσμικές συνθήκες, τελείως ανεξέλεγκτα και προορίζεται, με τις ευλογίες της πολιτείας, για ανθρώπινη κατανάλωση, με σοβαρότατους κινδύνους για τη δημοσία υγεία.
Επιπλέον, είναι το όχημα κάθε έκνομης δραστηριότητας όπως το «ξέπλυμα» λαθραίου οινοπνεύματος, των παράνομων εισαγωγών χύμα τσίπουρου από γειτονικές χώρες.
Ωφελημένοι είναι οι κάτοχοι των αμβύκων και θύματά τους οι μικροί αμπελουργοί που διαθέτουν τις διήμερες άδειες για παραγωγή δικής τους χρήσης.
Η ιδιαίτερα προσοδοφόρα αυτή παράνομη πρακτική (Ενιαίος Φόρος Κατανάλωσης 0,59 €/lt, ενώ το εμφιαλωμένο τσίπουρο φορολογείται σήμερα περίπου με 5,50 €/lt) επηρεάζει και τον κλάδο του κρασιού.
Σε πολλές περιπτώσεις, τα σταφύλια «βγαίνουν στη δημοπρασία» μεταξύ των οινοποιών και των λαθρεμπόρων απόσταξης και γίνονται ανάρπαστα από τους τελευταίους.
Οι απώλειες των δημοσίων εσόδων που αντιστοιχούν στην παράνομη διακίνηση χύμα τσίπουρου υπολογίζονται στα 300 εκατομμύρια ευρώ. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται οι απώλειες σε όλη την αλυσίδα των εμπλεκομένων άμεσα ή έμμεσα χωρίς τα φορολογικά και λοιπά παραστατικά (ΕΦΚ, ΦΠΑ, φόροι εισοδήματος, τέλη, ασφαλιστικές και εργοδοτικές εισφορές κ.λπ.).
Η άποψή μου είναι ότι η ύπαρξη των «διημέρων» εξυπηρετεί μόνο τις ανάγκες του πελατειακού κράτους που έχει όμηρους τους πολίτες του και που λειτουργεί με κριτήριο το πολιτικό κόστος των αποφάσεων των κυβερνήσεών του.
Αντί η πολιτεία να εξορθολογήσει το καθεστώς των «διημέρων», ενθαρρύνοντας έτσι τις επενδύσεις, και να επιτρέψει την ανάδειξη του προϊόντος στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (όπως γίνεται με την ιταλική grappa), επιβάλλει φόρο στο κρασί, πλήττοντας βαριά και τον οινικό κλάδο. Hδη παρατηρείται έξαρση του παραεμπορίου και στο χύμα κρασί, χωρικής παραγωγής και μη.
Οι προτάσεις όλων των κλαδικών φορέων που επηρεάζονται άμεσα ή έμμεσα από το καθεστώς του χύμα τσίπουρου συγκλίνουν στα παρακάτω: να περιοριστεί αυστηρά και να φορολογηθεί η ποσότητα τσίπουρου των «διημέρων», καθώς και να είναι αποκλειστικά και μόνο για δική τους χρήση με κάθετη και αυστηρότατη απαγόρευση της χύμα εμπορίας.
Διαβάστε περισσότερα στο www.oinoxoos.net