Σε μείζον θέμα για τη δημόσια υγεία αλλά και τις εθνικές οικονομίες, συμπεριλαμβανομένης της ελληνικής, εξελίσσεται η προσπάθεια δύο μεγάλων χωρών, της Γαλλίας και της Αγγλίας, να εισαγάγουν νέα συστήματα σήμανσης των τροφίμων για την ενημέρωση των καταναλωτών. Το ζήτημα επαναφέρει δυναμικά στο προσκήνιο την επικινδυνότητα πρόσθετων και συντηρητικών στοιχείων που ενοχοποιούνται ως δυνητικά καρκινογόνα, αλλά και των κορεσμένων λιπαρών, σακχάρων και αλάτων, που συνδέονται με την παχυσαρκία, τον διαβήτη και την υπέρταση.
Πρόκειται για ουσίες και συστατικά που περιέχονται σε μεγάλο αριθμό τροφίμων, τα οποία βρίσκονται και στο ελληνικό τραπέζι, αλλά και ελληνικών προϊόντων που εξάγονται στις διεθνείς αγορές. Πρόσθετα και συστατικά τα οποία ναι μεν αναγράφονται υποχρεωτικά στις διατροφικές δηλώσεις που φέρουν τα προϊόντα, δηλαδή στα λεγόμενα «ψιλά γράμματα» της συσκευασίας, αλλά δεν τυγχάνουν της προσοχής που εκτιμάται ότι πρέπει να δίνουν οι καταναλωτές.
Τώρα η Γαλλία πρόκειται να συστήσει στις επιχειρήσεις τροφίμων τη χρήση, από τον Απρίλιο, του συστήματος NUTRI-SCORE, που είναι μια διατροφική επισήμανση 5 χρωμάτων στις ετικέτες. Γίνεται έτσι η δεύτερη μεγάλη αγορά, μετά το Ηνωμένο Βασίλειο, που εφαρμόζει ένα σύστημα χρωματικής κωδικοποίησης των διατροφικών πληροφοριών στο μπροστινό μέρος της συσκευασίας των τροφίμων. Ερευνα δε της γαλλικής εφημερίδας Le Monde αποκαλύπτει ότι το 45,5% από όλα τα τρόφιμα (33.000 προϊόντα), με βάση τη νέα σήμανση, λαμβάνουν χαμηλή διατροφική αξιολόγηση.
Το σύστημα αυτό εφαρμόζεται σε εθελοντική βάση διότι η ευρωπαϊκή νομοθεσία δεν επιτρέπει στις χώρες-μέλη να το καταστήσουν υποχρεωτικό. Εξαρτάται λοιπόν από τις επιχειρήσεις τροφίμων κατά πόσον θα το υιοθετήσουν και θα το εφαρμόσουν ή όχι. Ωστόσο, δέχεται έντονη κριτική τόσο από παραγωγούς τροφίμων όσο και από φορείς προστασίας της δημόσιας υγείας, αλλά και από επιστήμονες και καταναλωτικές οργανώσεις.
Βασικό επιχείρημα παραγωγών και εξαγωγέων είναι ότι τρόφιμα μπορεί να ενοχοποιηθούν ως επικίνδυνα, χωρίς να είναι, παρά μόνον όταν καταναλώνονται σε υπερβολική ποσότητα. Για παράδειγμα, ελληνικά προϊόντα, όπως το λάδι, οι ελιές και τα τυριά, μπορεί να λάβουν αρνητικές σημάνσεις για τα λιπαρά τους ή το αλάτι τους με ό,τι αυτό σημαίνει για την εθνική οικονομία. Υπάρχει έτσι ανησυχία ότι το μέτρο αυτό μπορεί να αποβεί επιζήμιο για τις εξαγωγές ελληνικών προϊόντων χωρίς αυτά να είναι επικίνδυνα. Είναι χαρακτηριστικό πως μελέτη που έχει εκπονήσει το ινστιτούτο NOMISMA independent Research Institute της Ιταλίας, σχετικά με τις συνέπειες του μέτρου στις πωλήσεις ιταλικών τροφίμων στη Βρετανία, δείχνει ότι οι πωλήσεις παρμεζάνας και προσούτο έχουν μειωθεί μετά την εφαρμογή του. Τα προϊόντα αυτά έφεραν κόκκινο χρώμα στο σύστημα Φωτεινού Σηματοδότη, σε συστατικά όπως το αλάτι και το λίπος.
Την ίδια ώρα, ενώ τα συστήματα της Βρετανίας και της Γαλλίας αναπτύχθηκαν με στόχο να βοηθηθούν οι καταναλωτές στην επιλογή τροφίμων με βελτιωμένο διατροφικό προφίλ, δέχονται εντονότατη κριτική, όπως προκύπτει και από σειρά δημοσιευμάτων στον Τύπο, επειδή δεν αναδεικνύουν τους κινδύνους από ορισμένα πρόσθετα και συντηρητικά και κυρίως τα νιτρικά. Το νιτρώδες νάτριο, που σύμφωνα με τον γαλλικό οργανισμό Open Food Facts και άλλους φορείς χρησιμοποιείται παγκοσμίως στο 90% των επεξεργασμένων κρεάτων και αλλαντικών, συμπεριλαμβανομένων των χαρακτηρισμένων ως «βιολογικών», έχει αναφερθεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO) ως «πιθανώς καρκινογόνο». Η παρουσία του στα τρόφιμα σηματοδοτείται στις σχετικές διατροφικές δηλώσεις σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο και στην Ελλάδα, αλλά όχι και στις νέες σημάνσεις που εισήγαγαν Γαλλία και Βρετανία.
Ο κίνδυνος από τη χρήση νιτρώδους νατρίου έγκειται στο ότι «πιθανόν προκαλεί καρκίνο» και το όφελος στο ότι προστατεύει αποτελεσματικά τα επεξεργασμένα κρέατα από τη μικροβιακή τοξίνη butilism, η οποία είναι υπεύθυνη για τη θανατηφόρα μορφή δηλητηρίασης, γνωστή ως αλλαντίαση.
Η επικινδυνότητα προκύπτει από τους επιστημονικούς ισχυρισμούς και έρευνες σύμφωνα με τις οποίες στο ανθρώπινο στομάχι, κατά τη διάρκεια της πέψης, το νιτρώδες νάτριο μπορεί να μετατρέψει μερικά από τα μεταβολικά προϊόντα των πρωτεϊνών σε μια κατηγορία ενώσεων γνωστών ως νιτροζαμίνες. Οι νιτροζαμίνες κατατάσσονται μεταξύ των πιο ισχυρών καρκινογόνων και έχει αποδειχθεί πειραματικά σε πειραματόζωα ότι μπορούν να προκαλέσουν καρκίνο..
Πηγή: www.kathimerini.gr