Φωτογραφία: Βαγγέλης Ζαβός
Ηταν, λες, ένα άλλο είδος ανθρώπων όσοι συμμετείχαν προχθές στα βραβεία ποιότητας του περιοδικού «Γαστρονόμος», στο Μουσείο Μπενάκη. Αντιπροσωπεύουν μιαν Ελλάδα όχι ακριβώς λησμονημένη, όμως ασφαλώς λιγότερο φωτογενή και προβεβλημένη. Επιχειρηματίες όλοι, κάτοχοι μικρών, οικογενειακών ή μεγαλύτερων μονάδων παραγωγής, προσφέρουν στην εγχώρια (και στη διεθνή) αγορά προϊόντα υψηλής ευθύνης. Από την ευθύνη και το «μεράκι» (η λέξη που ακούστηκε περισσότερες φορές από οποιαδήποτε άλλη την προχθεσινή βραδιά) προκύπτει η ποιότητα.
Κάθε χρόνο (από το 2007) γράφονται σχόλια που επαινούν την προσπάθεια του «Γαστρονόμου». Αρα, μία ακόμη επανάληψη δεν θα είχε να προσθέσει και πολλά στο κάδρο της αποδοχής.
Στο βλέμμα το δικό μου, όμως, ενός θεατή που παρακολούθησε για πρώτη φορά τη διαδικασία, η Ελλάδα της προκοπής πήρε συγκινητικές διαστάσεις. Είχε δίκιο ο δήμαρχος Αθηναίων Γ. Καμίνης που αναφέρθηκε στον «αντίποδα του λάιφ στάιλ». Στη δημιουργικότητα, στον μόχθο, στην επιστροφή στα πρωτογενή και θεμελιώδη.
Εδώ, ακριβώς, βρίσκεται και η διαφορά με ό,τι μάθαμε να αποδεχόμαστε ως κυρίαρχη τάση μέσα από την επιθετική διαφήμιση και τη μιντιακή αναπαραγωγή προσώπων και κινήτρων. Για να πετύχουν, έπρεπε να είναι γλυκερά, λαμπερά και ανέμελα.
Ομως, οι άνθρωποι που συναντήσαμε στο Μουσείο Μπενάκη μίλησαν για μόχθο και διαρκή αγώνα. Μνημόνευσαν σχεδόν όλοι τις οικογένειές τους, τους συντρόφους τους, τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Δεν ήταν αμήχανοι όταν ανέβαιναν στο βήμα για να παραλάβουν το βραβείο τους ούτε άμαθοι στον δημόσιο έπαινο. Ηταν, όμως, από «άλλο ανέκδοτο». Διηγούνταν ιστορίες για τον «δρόμο της φουρναροσύνης», για «τα ζώα που αρμυρίζουν καθημερινά», για τα βήματα που πρέπει να ακολουθήσει ο παραγωγός που ενδιαφέρεται για «το καλό κασέρι» και το πρόσωπό τους φώτιζε.
Ηταν, οι περισσότεροι, οικογενειάρχες που καινοτόμησαν όχι επειδή το επιδίωξαν, αλλά επειδή ακολούθησαν το ένστικτό τους με επιμονή, μεθοδικότητα και κόπο. Δήλωναν δημόσια τη συγκίνηση και το τρακ τους, αιφνιδιάζονταν γιατί είχαν αφήσει ανοιχτό το κινητό, έδειχναν υπερήφανοι τους γιους και τις κόρες τους, το πάππου προς πάππου παρελθόν της μικρής επιχείρησης που εκσυγχρονίστηκε για να παρακολουθήσει την εποχή, να εξελίξει το προϊόν. Η παράδοση δεν ήταν, στην ασκημένη από την καθημερινή επαφή με τη γη ματιά τους, μια αξία αμετακίνητη στον χρόνο. Συνοδοιπορούσε, ακολουθούσε τις διαφορετικές περιόδους ζωής, «άνθιζε» γύρω από ένα σταθερό πυρήνα: την ενοποιητική διαδικασία της γενιάς, της γης, της επόμενης –καλύτερης– μέρας.
Προχθές, «συναντήσαμε αυθεντικούς ανθρώπους», όπως είπε ο Δημήτρης Πόρτολος, επιχειρηματίας και συνιδρυτής του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου. Ηταν μια Ελλάδα που ανασαίνει εκτός Αθηνών. Με μια ανάσα όλο και πιο δυνατή, όλο και πιο ζωογόνος.
Αναδημοσίευση από το www.kathimerini.gr