Ροδίτικα πουγκιά λένε οι ντόπιοι τις χορτόπιτες που ψήνονται στο κλιβάνι, ένα Αρχαγγελίτικο σκεύος σαν πήλινο τηγάνι, δυσεύρετο στις μέρες μας. Τις φτιάχνουν τον χειμώνα που βγαίνουν τα αγριόχορτα. Το κλιβάνι πλάθεται από κοκκινόχωμα, νερό, αλάτι και έχει συνήθως τετράγωνο σχήμα. Το έβαζαν επάνω στην τσιμνιά (κάρβουνα) να κάψει και πάνω σε αυτό έψηναν τα πουγκιά. Στα πρόσφατα χρόνια χρησιμοποιούσαν χοντρό πλακάκι που μοιάζει με μωσαϊκό. Σύμφωνα με τον παραδοσιακό τρόπο τα πουγκιά σερβίρονται μαζί με τον ζωμό από την γέμιση ο οποίος περιχύνεται επάνω από την πίτα μόλις φτάσει στο τραπέζι. Το χτίσιμο της πίτας σταδιακά και το ψήσιμο από μέσα προς τα έξω καθώς αλλεπάλληλα φύλλα και γέμιση προστίθενται στην αρχική πίτα ενώ αυτή ψήνεται εξωτερικά, είναι μια ενδιαφέρουσα παραλλαγή που έκαναν οι δύο Ροδίτες μάγειρες. Αν και μπελαλίδικο φαγητό, στις τεχνικές του λεπτομέρειες δεν είναι και τόσο δύσκολο, αφού η προετοιμασία του αφορά όπως και όλες οι πίτες, μια γέμιση και ένα φύλλο. Μας την ετοίμασαν ο φέρελπις σεφ 4ης γενιάς, Σταμάτης Μισομικές, Executive Chef στο βέλγικο εστιατόριο Pastorale, και ο Γιώργος Τρουμούχης, ο Head Chef του ξενοδοχείου Elysium Resort & Spa και του εστιατορίου Noble, θείος του Σταμάτη και σημαντικός ερευνητής της Ροδίτικης γαστρονομίας – το βιβλίο του «Μακριά Μυρωδιά» είναι ένα σπουδαίο πόνημα για την μαγειρική κληρονομιά της Ρόδου.
Η κακαβιά ήταν το φαγητό των ψαράδων στην παραλία ή στον όρμο όπου σταματούσαν είτε για να ξεκουραστούν είτε για να προφυλαχτούν από τον ξαφνικό καιρό. Η ετυμολογία της λέξης προέρχεται από την κακάβη, την ορειχάλκινη χύτρα, και η κακαβιά είναι το περιεχόμενό της. Η σούπα αυτή είχε τρεις ιδιομορφίες. Η πρώτη ήταν πως φτιαχνόταν από τα ψάρια που δεν μπορούσαν να πουλήσουν οι ψαράδες, ό,τι κι αν ήταν. Η άλλη ιδιομορφία είναι πως το 1/3 του νερού στο οποίο έβραζε ήταν θαλασσινό. Η τελευταία ιδιομορφία είναι η ελάχιστη ποσότητα υγρού που βγάζει, και μάλιστα αρκετά συμπυκνωμένου, σε σχέση με τα πολλά ψάρια που περιέχει. Η ψαράδικη κακαβιά έχει μια συγγένεια με τη γαλλική μπουγιαμπέσα, επειδή και αυτή βράζει πολύ για να γίνει πιο πηχτή.