Όλη η άνοιξη στο πιάτο μας. Από τα φρέσκα κρεμμυδάκια, τις αγκινάρες και τον αρακά μέχρι το φρέσκο ανθότυρο, που αυτή την εποχή είναι στα καλύτερά του.
«Θα με σκοτώσει η Άννα η σύντεκνη αν δει ότι έβαλα μπαχαρικά και αμύγδαλα στο μπουρέκι», λέει γελώντας η Σταυριανή για το μπουρέκι αυτό, που το φτιάχνουν στον τόπο καταγωγής της, το μεσομανιάτικο σύνολο χωριών Κατωπάγγι. «Το μπουρέκι της Μέσα Μάνης ήταν ένα από τα τρία γλυκά που είχε το απομονωμένο αυτό κομμάτι του ελληνικού Νότου, τα άλλα δύο ήταν η γαλακόπιτα και οι κουταλίδες. Δεν υπήρχε χρόνος για γαστρονομικές αναζητήσεις ούτε πολλά κουράγια για τελετουργικούς σοφράδες, αφού οι Μανιατοπούλες είχαν επωμιστεί κυριολεκτικά όλες τις δουλειές που απαιτούνταν για την επιβίωση της οικογένειας. Το μπουρέκι, στην πιο απλή του μορφή, φτιαχνόταν με αλευρόφυλλο, δηλαδή μια ζύμη από νερό κι αλεύρι. Όσοι είχαν λίγο βούτυρο από την κατσίκα τους έβαζαν ελάχιστο για τη γεύση και στο φύλλο και στο γιομίδι, την κρέμα δηλαδή του μπουρεκιού. Η γέμισή του, ίδια σχεδόν με αυτή της γαλακόπιτας, φτιαχνόταν ξέχωρα και τρωγόταν και ωμή αφού κρύωνε, πασπαλισμένη με λίγη ζάχαρη ή μέλι. Η ιδιαιτερότητά του είναι το φύλλο που έβαζαν κι εξακολουθούν να το φτιάχνουν έτσι, στη μέση του μπουρεκιού, καλύπτοντάς το με την υπόλοιπη γέμιση. Τα γλυκά της Μάνης ήταν άγλυκα, και δεν χορταίνω να λέω πόσο νεωτεριστική, άθελά της, είναι η μικρή κουζίνα αυτής της γης. Η αλήθεια είναι, πάντως, ότι του πάνε πολύ και οι μυρωδιές και η τραγανάδα από τα αμύγδαλα, και η γεύση του είναι σκέτο Πάσχα!» λέει η σεφ.
Η συνταγή είναι του σεφ Γιώργου Φελεμέγκα, γεννημένου και μεγαλωμένου στην ορεινή Δάφνη Καλαβρύτων, κοντά στον ποταμό Λάδωνα. Θα έπρεπε να αποτελεί παράδειγμα για κάθε νέο αγόρι και κορίτσι που θέλει να ασχοληθεί με το επάγγελμα του μάγειρα. Όταν του ζητήσαμε να μας προτείνει συνταγές από την πατρίδα του, μας έδωσε ένα κατεβατό από φαγητά συνοδευμένα από πληροφορίες και στοιχεία που αποδεικνύουν γνώση, πείρα και εμπεριστατωμένη έρευνα. Και φυσικά δεν είναι καθόλου τυχαίο πως εδώ και τρία χρόνια βρίσκεται στο πλευρό του τριάστερου Ισπανού σεφ Quique Dacosta, ο οποίος φέτος τον έκανε μέλος της μπριγάδας του στο καινούργιο γαστρονομικό εστιατόριο που άνοιξε στο κέντρο της Μαδρίτης.
«Τα ρεβίθια στη Σμύρνη, τα μαγειρεύανε συχνά με πολλούς τρόπους. Έβαζαν από πάνω χοντρές ροδέλες κρεμμύδι και μετά φέτες ντομάτας. Άλλες φορές, ειδικά στην αυγουστιάτικη νηστεία, τα συμμαγειρεύανε με μελιτζάνα, για να είναι πιο χορταστικά. Συχνά τα άλεθαν και τα κάνανε κεφτέδες, μεζέ για το τσίπουρο. Αυτό που θυμάμαι χαρακτηριστικά είναι το ρεβιθόρυζο. Όποτε περίσσευαν ρεβίθια, την επόμενη μέρα έριχναν λίγο ρύζι και είχαν ένα καινούργιο φαγητό. Το ίδιο έκαναν και στις φακές, ρίχνανε λίγο κοφτό μακαρονάκι».
Έχουν πολύ μεγάλη παράδοση οι Ισπανοί στα μοναστηριακά γλυκά. Σχεδόν κάθε μοναστήρι έχει τις δικές του σπεσιαλιτέ, από τις οποίες αποκομίζουν ένα σημαντικό έσοδο. Συνήθως είναι μπισκότα, κέικ και μικρά κεράσματα, αρωματισμένα με αμύγδαλα, λεμόνια και παρόμοια φίνα υλικά.
Το Gatό de almendras Mallorquin είναι ένα κλασικό γλυκό κέρασμα της Μαγιόρκα, του μεγαλύτερου νησιού των Βαλεαρίδων και φημισμένου θερέτρου ιδιαίτερα τις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Είναι ένα είδος κέικ που αντί για αλεύρι περιέχει τριμμένα αμύ- γδαλα, που του δίνουν ψίχα μαλακή, πιο υγρή και ιδιαίτερα νόστιμη. Είναι πανεύκολο γλύκισμα, εύθρυπτο, αφράτο και μαλακό, και το μόνο που χρειάζεται είναι απαλό ανακάτεμα των υλικών για να μη χαθεί ο όγκος της μαρέγκας. Παραδοσιακά συνοδεύεται με παγωτό αμύγδαλο – δυσεύρετο, αλλά αξίζει τον κόπο να το αναζητήσουμε: λένε πως ο συνδυασμός είναι ασυναγώνιστος.